Πιέσεις στην οικονομική δραστηριότητα του Ισραήλ αναμένεται να ασκήσει ο πόλεμος με τη Χαμάς αλλά και το ευρύτερο σκηνικό ανάφλεξης στη Μέση Ανατολής, όπως αναφέρει η Deutsche Bank.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι δημοσιονομικές δαπάνες θα αυξηθούν σημαντικά λόγω των υψηλότερων αμυντικών δαπανών, με το δημοσιονομικό έλλειμμα να είναι ελαφρώς χαμηλότερο του 2%. Ωστόσο, οι ίδιοι βλέπουν σημαντικά upside risks. Συνεπώς, δεδομένου του σχετικά χαμηλού δημόσιου χρέους (60% του ΑΕΠ), η κυβέρνηση έχει περιθώρια να αυξήσει τις δαπάνες ειδικά για τις δαπάνες που σχετίζονται με την άμυνα. Η μελλοντική βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ισραήλ την επόμενη περίοδο θα μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω τις πρόσθετες ανάγκες της χώρας σε δαπάνες.
Παράλληλα, αναμένονται περισσότερες αυξήσεις στα επιτόκια. Η αγορά είχε αρχίσει να αποτιμά πιθανές περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων το καλοκαίρι λόγω των καθοδικών εκπλήξεων στον πληθωρισμό. Ωστόσο, λόγω της ενίσχυσης της εσωτερικής πολιτικής έντασης και κατά συνέπεια του ασθενέστερου συναλλάγματος και της πρώτης ανοδικής έκπληξης στον επίσημο πληθωρισμό από τον Μάιο, οι αυξήσεις επιτοκίων επιστρέφουν στο τραπέζι. «Ενώ η αγορά συζητούσε αρχικώς για ακόμη 25 μονάδες βάσης το τέταρτο τρίμηνο (πιθανότατα τον Νοέμβριο), θα μπορούσαμε τώρα να δούμε ακόμη μεγαλύτερη σύσφιξη. Ωστόσο, πολλά εξαρτώνται από τη διάρκεια της σύγκρουσης και την πίεση στις τοπικές αγορές», αναφέρει η Deutsche Bank.
Επιπλέον, σε περίπτωση που εμφανιστούν άτακτες κινήσεις στις αγορές ομολόγων, η Κεντρική Τράπεζα του Ισραήλ έχει επίσης χρησιμοποιήσει ενεργά τον ισολογισμό της στο παρελθόν για να στηρίξει τα κρατικά ομόλογα και να παρέχει ρευστότητα. Ο ευρύτερος οικονομικός αντίκτυπος της σύγκρουσης θα χρειαστεί λίγο χρόνο για να εκδηλωθεί και, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το εύρος και τη διάρκεια της σύγκρουσης. Ιστορικά, το Ισραήλ κατάφερε να περιορίσει τον οικονομικό αντίκτυπο συγκρούσεων όπως ο πόλεμος του 2006 με τον Λίβανο και η σύγκρουση του 2021 με τη Γάζα.