Πέρα από την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η «πράσινη» μετάβαση έχει και μία βαθιά οικονομική πλευρά, καθώς οδηγεί σε ένα πολύ πιο αποτελεσματικό ενεργειακό σύστημα, που δεν είναι προστατευμένο από τις γεωπολιτικές αβεβαιότητες. Αυτό επισήμανε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, κατά την ομιλία του στο συνέδριο του ΙΕΝΕ, συμπληρώνοντας ότι περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο, στη δεδομένη χρονική συγκυρία είναι εξαιρετικά σημαντικό οι χώρες να έχουν ενεργειακή αυτάρκεια.
Όσον αφορά την αρνητική επίδραση που μπορεί να έχει η ενεργειακή εξάρτηση, έφερε ως παράδειγμα το κόστος του αερίου που καταναλώθηκε εγχώρια το 2022 και το οποίο ξεπέρασε τα 7 δισ. ευρώ. Όπως πρόσθεσε, αν το ίδιο έτος η χώρα μας δεν είχε πετύχει τόσο υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ένα τέτοιο ποσό θα αποτελούσε ολέθριο χτύπημα για την οικονομία.
«Λόγω των γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων, ο κίνδυνος να επαναληφθεί μία ανάλογη κατάσταση είναι υπαρκτός. Όσο περιορίζουμε τις εισαγωγές ενέργειας, η χώρα θωρακίζεται ενεργειακά και οικονομικά», τόνισε.
Σύμφωνα με τον υπουργό, και η «πράσινη» μετάβαση ενέχει αβεβαιότητες, καθώς υπάρχουν νέες «πράσινες» τεχνολογίες που θα ανταγωνίζονται η μία την άλλη, με συνέπεια να ελλοχεύει ο κίνδυνος να επιλεγεί λάθος τεχνολογία. Με δεδομένο ότι οι ενεργειακές επενδύσεις είναι μακροχρόνιες και χρειάζεται μεγάλες χρονικές περιόδους για να αποπληρωθούν, αν δεν υπάρξει ο απαραίτητος χρόνος, τότε οι ζημιές μπορεί να είναι τεράστιες.
«Η μεγάλη δυσκολία για μία μικρή χώρα, όπως η Ελλάδα, είναι να διαλέξει μια τεχνολογία και στην πορεία να αποδειχθεί λάθος η επιλογή της. Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να επενδύουμε πρόωρα σε νέες τεχνολογίες», υπογράμμισε.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη, η Ελλάδα έχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην «πράσινη» μετάβαση. Έφερε ως παράδειγμα την αιολική ενέργεια στο Αιγαίο, καθώς η χώρα μας έχει το καλύτερο αιολικό δυναμικό για πλωτά αιολικά σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Συναφές πλεονέκτημα είναι πως αυτό το αιολικό δυναμικό θα έχει και μικρό κόστος δικτύου, καθώς λόγω των νησιωτικών διασυνδέσεων τα έργα θα βρίσκονται κοντά στο σύστημα μεταφοράς.
Επισήμανε πως το πρόγραμμα ανάπτυξης υπεράκτιων αιολικών θα ξεκινήσει να υλοποιείται σε τρία περίπου χρόνια από σήμερα, όταν θα υπάρχει καλύτερη εικόνα για το κόστος των έργων. Επίσης, θα υλοποιηθεί σταδιακά, ώστε η χώρα να μην βασιστεί σε μία τεχνολογία που, αν και συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις να πρωταγωνιστήσει, μπορεί να αποδειχθεί τελικά μη ανταγωνιστική.
Αναφερόμενος στο «τοπίο» της λιανικής αγοράς με την απόσυρση των επιδοτήσεων, από τις αρχές του 2024, σημείωσε πως στόχευση του ΥΠΕΝ ήταν να βελτιώσει κάθε ένα από τα στοιχεία που καθορίζουν τις τιμές. Γνώμονας του υπουργείου είναι να προστατευθεί ο καταναλωτής, ο οποίος είναι ο αδύναμος διαπραγματευτικά, έναντι των προμηθευτών και των παραγωγών.
«Προχωρήσαμε σε παρεμβάσεις για τις ρευματοκλοπές, οι οποίες αγγίζουν τα 400 εκατ. τον χρόνο. Επιλέξαμε μέτρα για την αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών, αποδεχόμενοι την εισήγηση της ΡΑΑΕΥ, με μία προσθήκη για τον χαρακτηρισμό ενός καταναλωτή ως στρατηγικού κακοπληρωτή με βάση την αθέτηση των οικονομικών του υποχρεώσεων από τις αρχές του 2020 και για μία 5ετία», πρόσθεσε.
Ως πιο σημαντική παρέμβαση, ο υπουργός ανέδειξε την καθιέρωση ενός κοινού τιμολογίου, στο οποίο θα μεταπέσουν από την 1η Ιανουαρίου 2024 οι καταναλωτές οι οποίοι δεν θα διαλέξουν ενεργά τιμολόγιο. Όπως σημείωσε, η λογική του «πράσινου» τιμολογίου είναι πως η τιμή την οποία θα βλέπει ένας καταναλωτής θα είναι αυτή που θα ισχύει για όλο τον μήνα.
«Το τιμολόγιο αυτό θα είναι αμέσως συγκρίσιμο με το ανάλογο προϊόν που θα προσφέρει κάθε εταιρεία. Επομένως, οι καταναλωτές θα γνωρίζουν αν ο προμηθευτής τους είναι φθηνός ή ακριβός. Η τιμή είναι το βασικό κριτήριο για τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας», ανέφερε.
Συμπλήρωσε πως το υπουργείο θα αναζητήσει και άλλες πτυχές των τιμολογίων, προσπαθώντας να βελτιώσει άλλες χρεώσεις. Στόχος είναι το πιο ανταγωνιστικό τιμολόγιο ενέργειας. Όπως κατέληξε, η τελική λύση θα δοθεί από την διείσδυση των ΑΠΕ και την πιο ανταγωνιστική συμμετοχή τους στο ηλεκτρικό σύστημα.