Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας βρίσκονται στο διεθνές «μικροσκόπιο», με αποτέλεσμα η συνάντηση των Τζο Μπάιντεν και Σι Τζινπίνγκ να αποτελεί αναμφισβήτητα το σημαντικότερο γεγονός για την παγκόσμια οικονομία την τρέχουσα εβδομάδα, αποκτώντας παράλληλα ρόλο ρυθμιστή για τις χρηματαγορές. To τετ α τετ των 2 ανδρών αποκατέστησε μερικώς τους διμερείς σινοαμερικανικούς διαύλους επικοινωνίας, αποκλιμακώνοντας παράλληλα τις εντάσεις σε μια εποχή που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη τουλάχιστον δύο πολεμικά μέτωπα.
Ωστόσο, οι κινήσεις στη διπλωματική σκακιέρα επιφυλάσσουν μεγάλους κινδύνους, εγκυμονώντας το ξέσπασμα νέων γεωπολιτικών συγκρούσεων. Οι ειδικοί σε διεθνή ειδησεογραφικά εκτιμούν πως οι διαρκείς εν δυνάμει αναταραχές μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον είναι «ο Ψυχρός Πόλεμος του 21ου αιώνα», μεταφέροντας στο «σήμερα» και με σύγχρονους όρους την περίοδο από το 1945 και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1991 και την πτώση της ΕΣΣΔ. Όμως, οι ΗΠΑ παραμένουν ο βασικός πρωταγωνιστής στον «ψυχροπολεμικό» ανταγωνισμό σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο, με αντίπαλο δέος πλέον την Κίνα. Η διατήρηση της γεωπολιτικής ισορροπίας δεν είναι... σέξι, καθώς είναι γεμάτη από μικρά αλλά σημαντικά βήματα, αφενός, που αφετέρου δεν επιλύουν ποτέ πραγματικά τις θεμελιώδεις έως χαοτικές διαφορές των ισχυρών κρατών.
Οι πρόεδροι των 2 μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, συμφώνησαν στην αποκατάσταση των στρατιωτικών επικοινωνιών, που είχαν «παγώσει» από πέρυσι τον Αύγουστο, μετά τη διπλωματική «απόβαση» της Δημοκρατικής, τότε προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊπέι. Με τον Σι «συμφωνήσαμε ότι μπορεί ο ένας καλέσει απευθείας στο τηλέφωνο τον άλλο», επεσήμανε αργότερα ο Αμερικανός πρόεδρος σε σόλο συνέντευξη Τύπου. Χαρακτήρισε τις συνομιλίες «σημαντικές», «από τις πιο παραγωγικές και εποικοδομητικές συνομιλίες που είχαμε», προσθέτοντας ότι αποφασίστηκε συνεργασία και στην καταπολέμηση της παραγωγής φαιντανύλης, ενός ευρέως διαδεδομένου στις ΗΠΑ ναρκωτικού. Επίσης, έδωσαν τα χέρια για το «ξεπάγωμα» των διμερών συνομιλιών για το κλίμα, καθώς και για τη σύσταση κοινής ομάδας ειδικών αναφορικά με τις προκλήσεις της τεχνητής νοημοσύνης.
Αλλά οι δαιδαλώδεις διαφορές μεταξύ των δύο κρατών όχι μόνο δεν θα εξαφανιστούν, αλλά φαντάζει ακατόρθωτο ακόμη και να γεφυρωθούν υποτυπωδώς. Η μία αφορά την ποιότητα της αμερικανικής δημοκρατίας ενώ μια άλλη σχετίζεται με την παντοδυναμία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Η Ουάσιγκτον είναι το προπύργιο της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του σχεδόν... αδίστακτου επιχειρείν, ενώ το Πεκίνο διαθέτει μια ολοένα και πιο ελεγχόμενη κρατικοκαπιταλιστική οικονομία με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Αμφότερες έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο ανταγωνισμό που φαντάζει υπαρξιακός... Οριακά σαν σύγκρουση δύο κόσμων. Μια αέναη αντιπαράθεση δύο διαφορετικών πολιτικοοινομικών θεωριών.
Επί αμερικανικού εδάφους, ο Τζινπίνγκ ήταν εύθυμος και χαμογελαστός, ενώ προσπάθησε να γοητεύσει τους επιχειρηματικούς ηγέτες των ΗΠΑ που τον χειροκρότησαν. Ο Μπάιντεν ήταν φιλικός και προσπάθησε να κάνει τον ομόλογό του να νιώσει άνετα, αλλά δεν μπόρεσε επίσης να αντισταθεί στη σκληρή γλώσσα, αποκαλώντας τον πρόεδρο της Κίνας ξανά «δικτάτορα» μετά την αποχώρησή του. Το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση το 2024, με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές να έρχονται και τη διαχείριση του ακανθώδους ζητήματος της Ταϊβάν να αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις, παραμένει άγνωστο.
Όπως παρατηρούν διεθνολόγοι, ο Μπάιντεν είχε έναν αέρα... νικητή καθώς η οικονομία του έχει ανακάμψει καλύτερα από το σοκ της πανδημίας, ενώ ο Σι προχώρησε σε μια... επίθεση γοητείας, δεδομένης της ανάγκης για ξένες επενδύσεις, ώστε να ανατρέψει την καθοδική πορεία της επιβραδυνόμενης κινεζικής οικονομίας.
Πάντως, το σκηνικό μπορεί να ανατραπεί ολοκληρωτικά τους επόμενους μήνες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η οικονομία των ΗΠΑ ίσως μπει σε ύφεση, δεδομένου του χρέους - μαμούθ των 33 τρισ. δολαρίων, ενώ τα επιτόκια παραμένουν στα ύψη, με τον πληθωρισμό αν και αποκλιμακώνεται, να παρουσιάζει κολλώδη χαρακτηριστικά και να μην επιστρέφει σύντομα στον στόχο του 2% της Fed, η οποία έχει προχωρήσει και σε 2 παύσεις, ενώ ο Σι καλείται να αντιμετωπίσει μια οικονομία που υφίσταται διαρθρωτικές αλλαγές με αιχμή του δόρατος το δημογραφικό αλλά και την κρίση στα ακίνητα.