Βελτιωμένη ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων, εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου, αντιστάθμιση του υψηλού κόστους για την ενέργεια και πολλά άλλα περιλαμβάνει η λίστα των μέτρων απόλυτης προτεραιότητας, τα οποία η «συγκυβέρνηση» στο Bερολίνο θέλει να χρηματοδοτήσει με πόρους από το υπό διαμόρφωση Ταμείο για την Προστασία του Κλίματος. Η ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου, την Τετάρτη, ανατρέπει τα φιλόδοξα σχέδια.
Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς δεν επιτρέπεται να μεταφέρει στο νέο Ταμείο κονδύλια ύψους 60 δις από το παλαιότερο ταμείο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, τα οποία δεν είχαν απορροφηθεί. Σε αντίθεση με την πανδημία, εκτιμούν οι δικαστές της Καρλσρούης, η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν συνιστά μία «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» που θα δικαιολογούσε, κατ' εξαίρεση, την απενεργοποίηση του «φρένου χρέους» στον κρατικό προϋπολογισμό. Ή τουλάχιστον η κυβέρνηση δεν έχει τεκμηριώσει επαρκώς τους ισχυρισμούς της περί του αντιθέτου.
«Ποτέ δεν φτάνουν τα χρήματα...»
Οι περισσότεροι αναλυτές επικροτούν την ετυμηγορία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. «Τα χρήματα ποτέ δεν επαρκούν για να ικανοποιηθούν όλες οι επιθυμίες των πολιτικών» δηλώνει χαρακτηριστικά στο ενημερωτικό πόρταλ Pioneer ο Λαρς Φελντ, πρώην επικεφαλής της «Επιτροπής Σοφών» (γνωμοδοτικού οργάνου της κυβέρνησης) και νυν καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Όπως τονίζει ο ίδιος «εάν δεν βάλουμε κάποιους περιοριστικούς κανόνες στα δημόσια οικονομικά, ουσιαστικά δανειζόμαστε χρήματα από τις επόμενες γενιές, τις οποίες επιβαρύνουμε». Τί μπορεί να κάνει λοιπόν η «συγκυβέρνηση» Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP) μετά την ετυμηγορία της Καρλσρούης, αν θελει να επιβιώσει πολιτικά;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η αύξηση της φορολογίας είναι μία λύση, την οποία προτείνουν πολλοί στο συγκυβερνών Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Χωρίς να αναφερθεί ρητώς σε νέους φόρους, ο πρόεδρος του SPD Λαρς Κλίνγκμπαϊλ ουσιαστικά επανέφερε την πρόταση αυτή στην ημερήσια διάταξη, λέγοντας, μετά την απόφαση του Δικαστηρίου: «Το σημαντικό για μένα είναι να μην ανακοπεί η πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας μας. Είναι κάτι που θα πρέπει να συζητήσουμε με την κυβέρνηση, τις κοινοβουλευτικές ομάδες, τα πολιτικά κόμματα. Θα κάνουμε μία συζήτηση εκ βαθέων για όλα τα θέματα».
Ωστόσο οι Φιλελεύθεροι, το κόμμα του υπουργού Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, δεν συνυπογράφουν ούτε την αύξηση της φορολογίας, ούτε την προσπάθεια να παρακαμφθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο του χρέους». Η περίπλοκη αυτή διάταξη, που θεσπίστηκε το 2009, προβλέπει ότι ο «δομικός νέος δανεισμός» (δηλαδή εκείνος που δεν κρίνεται απαραίτητος για να αντιμετωπιστεί μία έκτακτη αρνητική συγκυρία της οικονομίας) απαγορεύεται για τα ομόσπονδα κρατίδια, ενώ για την κεντρική κυβέρνηση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,35% του ονομαστικού ΑΕΠ.
Εξαιρέσεις επιτρέπονται μόνο σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ή έκτακτων οικονομικών κλυδωνισμών, όπως συνέβη σε εποχές πανδημίας. Για το FDP, όπως έχει τονίσει επανειλημμένα ο Κρίστιαν Λίντνερ, η χαλάρωση των διατάξεων αυτών αποτελεί ταμπού. Άλλωστε, σύμφωνα με τα ισχύοντα, το «φρένο του χρέους» μπορεί να καταργηθεί μόνο με κοινοβουλευτική πλειοψηφία 2/3, κάτι απίθανο υπό τις παρούσες συνθήκες, καθώς η κεντροδεξιά αντιπολίτευση Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) τάσσεται επίσης υπέρ της δημοσιονομικής εγκράτειας.
Πηγή: DW