Η μακροχρόνια υφεσιακή διαταραχή την οποία βίωσε η χώρα μας κατά την περασμένη δεκαετία, είχε ιδιαίτερα έντονα αρνητικές επιπτώσεις στις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, ειδικά σε ό,τι αφορά στον παραγωγικό συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου, εξαιτίας της αποεπένδυσης που έλαβε χώρα. Παράλληλα, καταγράφηκε συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, λόγω των δημογραφικών εξελίξεων.
Όπως επισημαίνει στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων η Alpha Bank, η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, η οποία αναμένεται να στηριχθεί σε σημαντικό βαθμό στην υλοποίηση επενδύσεων στο πλαίσιο της απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, θα οδηγήσει στη σταδιακή αποκατάσταση των απωλειών στο μέγεθος και την ποιότητα της ενσωματωμένης τεχνολογίας του φυσικού κεφαλαίου.
Οι επενδύσεις αυτές θα επιταχύνουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλών δεξιοτήτων, ενώ σε συνδυασμό με τη δημιουργία σχετικών κινήτρων, θα συμβάλλουν στην αναστροφή του φαινομένου του brain drain και κατ’ επέκταση στην εισροή ανθρωπίνου κεφαλαίου, το λεγόμενο brain gain. Επιπρόσθετα, η υλοποίηση πολιτικών επανακατάρτισης του ανθρωπίνου δυναμικού θα ενισχύσει τα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Τέλος, οι ανωτέρω παράγοντες, σε συνδυασμό με τη λήψη μέτρων για τη δημογραφική γήρανση, δύναται να οδηγήσουν στη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, τόσο μεσοπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα.
Παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας
Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης από το 2017 και μετά, οδήγησε στη σταδιακή συρρίκνωση του παραγωγικού κενού, δηλαδή της διαφοράς μεταξύ του προϊόντος που πραγματικά παράγει η οικονομία (πραγματικό προϊόν) και του προϊόντος που δύναται να παράγει η οικονομία όταν οι συντελεστές παραγωγής απασχολούνται πλήρως (δυνητικό προϊόν).
Το 2023, σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, θα είναι το πρώτο έτος, μετά το 2008, με θετικό παραγωγικό κενό. Δεδομένου ότι το θετικό παραγωγικό κενό διαμορφώνει συνθήκες υπερθέρμανσης της οικονομίας και στενότητας των παραγωγικών συντελεστών, καθίσταται αναγκαία η περαιτέρω διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, δηλαδή η μεγέθυνση του δυνητικού προϊόντος.
Εργατικό δυναμικό και δημογραφικές εξελίξεις
Τον Σεπτέμβριο του 2009, μήνα κατά τον οποίο το ποσοστό της ανεργίας βρισκόταν σε παρόμοια με τα τρέχοντα επίπεδα, δηλαδή περί το 10%, το εργατικό δυναμικό ξεπερνούσε τα 5 εκατ. άτομα, εκ των οποίων οι απασχολούμενοι ήταν 4,5 εκατ. και οι άνεργοι 510 χιλ.. Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι απασχολούμενοι μειώθηκαν σημαντικά, ενώ, αντίστοιχα, αυξήθηκαν οι άνεργοι, με την εικόνα να αντιστρέφεται σταδιακά από το 2014. Ερχόμενοι στο παρόν, τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το εργατικό δυναμικό πλησίασε τα 4,7 εκατ. άτομα, με τους απασχολούμενους να ανέρχονται σε 4,2 εκατ. και τους άνεργους σε 468 χιλ. Συνεπώς, τον Σεπτέμβριο του 2023, καταγράφεται συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2009 κατά 7,2%, με τη μείωση των ανέργων (8,3%) να υπερβαίνει αυτή των απασχολούμενων (7%).
Οι βασικές εξελίξεις που οδήγησαν στη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, παρά την αύξηση των θεσμοθετημένων ορίων συνταξιοδότησης, αφορούσαν κατά βάση τα δύο δημογραφικά ισοζύγια, δηλαδή το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων και το ισοζύγιο μεταναστευτικών ροών. Συγκεκριμένα:
- Η υπογεννητικότητα, η οποία, μολονότι είναι ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο, είναι εντονότερη στη χώρα μας και οδήγησε στη σταδιακή μείωση του πληθυσμού. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 -με εξαίρεση μερικά χρόνια πριν την οικονομική κρίση στη χώρα, ήτοι μεταξύ 2004 και 2010- το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων πέρασε σε αρνητικό έδαφος και διαρκώς διευρύνεται.
- Οι σημαντικές εκροές ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων άτομα υψηλής εξειδίκευσης (brain drain).
Το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας, ωστόσο, δηλαδή το εργατικό δυναμικό ηλικίας 15-64 ετών, προς τον πληθυσμό της ίδιας ηλικιακής ομάδας, κατέγραψε το 2022 την υψηλότερη τιμή του ιστορικά (69,4%). Συγκεκριμένα, σε σύγκριση με το 2008, ο αριθμητής του κλάσματος μειώθηκε με ελαφρώς ηπιότερο ρυθμό (-6%), από τον παρονομαστή (-10%). Το 2020, το εν λόγω ποσοστό μειώθηκε σημαντικά εξαιτίας της πανδημίας, των υγειονομικών συνθηκών αλλά και της πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας που οδήγησαν μέρος τόσο των εργαζομένων, όσο και των ανέργων να μετακινηθούν εκτός εργατικού δυναμικού.
Παράλληλα, αυξήθηκαν κατά το περασμένο έτος και τα επιμέρους ποσοστά συμμετοχής ανδρών και γυναικών στην αγορά εργασίας, σε 77,5% και 61,4% αντίστοιχα, με το δεύτερο να είναι επίσης το υψηλότερο που έχει σημειωθεί ιστορικά. Και τα δύο ποσοστά, ωστόσο, υπολείπονταν των μέσων όρων της ΕΕ-27 (άνδρες: 79,4%, γυναίκες: 69,5%). Ανά ηλικιακή ομάδα, έχουν αυξηθεί στο ίδιο χρονικό διάστημα τα ποσοστά για τους άνω των 30 ετών, με τις αυξήσεις για τις ηλικίες 45-64 ετών να είναι πιο έντονες και για τις κατηγορίες 30-44 ετών να είναι οριακές. Το γεγονός αυτό δύναται να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, σε πολιτιστικά χαρακτηριστικά, όπως η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας ή/και περισσότερων μελών των νοικοκυριών εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αλλά και στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.
Αντίθετα, τα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό για τα άτομα κάτω των 30 ετών μεταξύ 2008 και 2022, μειώθηκαν.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα απογραφής πληθυσμού κατοικιών που διενήργησε η ΕΛΣΤΑΤ το 2021, ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας έχει μειωθεί κατά 3,1% την τελευταία δεκαετία, με τους κάτω των 40 ετών να έχουν μειωθεί κατά 17% και τους άνω των 40 ετών να έχουν αυξηθεί κατά 9%. Επιπρόσθετα, βάσει της πρόσφατης μελέτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2024 Ageing Report, November 2023) σχετικά με τις δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα, το προσδόκιμο ζωής αναμένεται να αυξηθεί μέχρι το 2070 κατά περίπου 7,7 χρόνια για τους άνδρες (στα 86,5 έτη) και κατά 6,2 χρόνια για τις γυναίκες (στα 90,4 έτη).
Ο πληθυσμός της χώρας, ωστόσο, εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 2,7 εκατ. στον ίδιο χρονικό ορίζοντα, με την κατανομή του πληθυσμού να μεταβάλλεται σημαντικά, καθώς το ποσοστό των άνω των 65 ετών θα αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.). Η γήρανση του πληθυσμού οφείλεται, πρωτίστως, στον χαμηλό αριθμό γεννήσεων όπως αποτυπώνεται στον δείκτη γονιμότητας (fertility rate: μέσος αριθμός γεννήσεων ανά γυναίκα), ο οποίος εκτιμάται ότι θα καταγράψει οριακή άνοδο μέχρι το 2070 και θα παραμείνει σημαντικά χαμηλότερος από τον αντίστοιχο δείκτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27). Πιο αναλυτικά, ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 1,41 το 2022 και ήταν ο ένατος χαμηλότερος μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, ενώ το 2070 προβλέπεται να αυξηθεί σε 1,55. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω δείκτης μειώθηκε δραματικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, σε 1,29 το 2013 και σταδιακά ανέκαμψε σε επίπεδα άνω του 1,4 την τελευταία διετία. Ως αποτέλεσμα, ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας (working age population) -βάσει των κριτηρίων της μελέτης της ΕΕ, δηλαδή ηλικίας 20-64 ετών- θα μειωθεί κατά περισσότερο από 2,2 εκατ. μέχρι το 2070, με τον ρυθμό μείωσης ωστόσο να βαίνει μειούμενος.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στις μεταναστευτικές ροές προς το εξωτερικό, κινήθηκαν έντονα ανοδικά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ως αποτέλεσμα, οι καθαρές μεταναστευτικές ροές (εισερχόμενοι-εξερχόμενοι μετανάστες) ήταν αρνητικές μεταξύ 2010 και 2015. Σε ποσοστό περίπου 40% το ανθρώπινο κεφάλαιο που μετανάστευσε ήταν νέοι έως 29 ετών, ενώ παρόμοιο ποσοστό ανήκε στην ηλικιακή κατηγορία 30-49 ετών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των εξερχόμενων μεταναστών σημείωσε μικρή άνοδο το 2021, όσο η πανδημική κρίση ήταν σε εξέλιξη, με το 50% αυτών να είναι νέοι έως 29 ετών.
Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση έχει ήδη θεσπίσει κίνητρα στο πλαίσιο της αναστροφής του φαινομένου του brain drain που αφορούν στην απαλλαγή κατά 50% από τον φόρο εισοδήματος, για διάστημα έως επτά έτη, για Έλληνες ή αλλοδαπούς εργαζόμενους ή αυτοαπασχολούμενους που θα μεταφέρουν την φορολογική κατοικία τους και θα δραστηριοποιηθούν επαγγελματικά στην Ελλάδα. Βάσει έρευνας («Brain Regain vs Digital Skills Gap», Brain Regain-Ελληνισμός εν Δράσει, Elevate Greece, Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, Νοέμβριος 2022), σημαντικό ποσοστό των ατόμων που μετανάστευσαν από την Ελλάδα την περίοδο της κρίσης είχε εξειδίκευση σε ψηφιακές τεχνολογίες, γεγονός που έκανε εντονότερη την έλλειψη στελεχών με τις εν λόγω δεξιότητες στην ελληνική αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σε μία προσπάθεια ποσοτικοποίησης της αναστροφής του φαινομένου του brain drain, καταγράφεται ότι περίπου μία στις τρεις επιχειρήσεις πραγματοποίησε το δωδεκάμηνο που προηγήθηκε μία έως έξι προσλήψεις Ελλήνων από το εξωτερικό, ενώ το 5% των επιχειρήσεων του δείγματος πραγματοποίησε 10 έως 50 προσλήψεις αντίστοιχα, με τον μέσο όρο να είναι μεγαλύτερος σε επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των Ευρώ 50 εκατ. Τέλος, οι πιο περιζήτητες ειδικότητες είναι η πληροφορική, η διοίκηση και ειδικότητες μηχανικών (εκτός πληροφορικής), με το 48% των επαναπατρισθέντων Ελλήνων να κατέχουν μία από αυτές.
Νομισματική Πολιτική στην Ευρωζώνη: Προσδοκώντας την Επόμενη Φάση του Επιτοκιακού Κύκλου και η Διάρκεια της Περιόδου Ακαμψίας
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), από την έναρξη του ανοδικού κύκλου επιτοκίων τον Ιούλιο του 2022, έχει αυξήσει το βασικό επιτόκιο σωρευτικά κατά 450 μονάδες βάσης. Η περιοριστική νομισματική πολιτική συνεχίζει να μεταδίδεται στις συνθήκες χρηματοδότησης και να επηρεάζει όλο και περισσότερο την πραγματική οικονομία. Το γεγονός αυτό έχει αποτυπωθεί, εν μέρει, στον πολύ χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης που σημειώνει η Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ), με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 0,6% για το 2023 και 1,2% για το 2024 (European Commission, Autumn 2023, November).
Παράλληλα, η νομισματική πολιτική έχει συμβάλει καταλυτικά στην αισθητή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, ο οποίος, ωστόσο, παραμένει ακόμα σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ διαμηνύουν ότι θα διατηρήσουν τα επιτόκια πολιτικής σε υψηλά επίπεδα, για όσο διάστημα κριθεί απαραίτητο και σε συνάρτηση με τα δεδομένα. Το σημαντικό ερώτημα, όμως, που έχει προκύψει πρόσφατα, είναι πότε θα αρχίζει η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ;
Οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Reuters, το διάστημα 8 έως 13 Νοεμβρίου, εκτιμούν, κατά πλειοψηφία, ότι το βασικό ετήσιο επιτόκιο της ΕΚΤ θα μειωθεί από τα μέσα του 2024. Η μείωση αυτή δεν αναμένεται ως απάντηση στην οικονομική επιβράδυνση, αλλά συνδέεται κυρίως με την προϋπόθεση της πτώσης του πληθωρισμού κάτω του 3%, ώστε να αντισταθμιστεί η θετική επίδρασή του στα πραγματικά επιτόκια πολιτικής. Μάλιστα, πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι σημασία δεν έχει μόνο η αποκλιμάκωση του γενικού πληθωρισμού, αλλά κυρίως του δομικού που εξαιρεί τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων και, ιδιαίτερα, του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών.
Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζονται και οι προβλέψεις μεγάλων τραπεζών του εξωτερικού, όπως της BNP Paribas, (EcoPerspectives 4th Quarter 2023) και οίκων αξιολόγησης, όπως της Goldman Sachs (“Macro Outlook 2024: The Hard Part Is Over”, November 2023) που υποστηρίζουν, επίσης, ότι ο καθοδικός κύκλος επιτοκίων θα ξεκινήσει μετά το πρώτο εξάμηνο του 2024, με σταδιακές μειώσεις των βασικών επιτοκίων κατά 0,25 μονάδες βάσης, έως ότου επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος του πληθωρισμού.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι αυτό που έχει σημασία για τις κεντρικές τράπεζες είναι να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός, όχι απαραίτητα το επίπεδο των τιμών (“A Victory Lap for the Transitory Inflation Team”, Stiglitz J., November 2023). Προς επίρρωση αυτού του επιχειρήματος, ο πληθωρισμός στη ΖτΕ, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή, υποχώρησε από το ανώτατο όριο του 10,6%, τον Οκτώβριο του 2022, στο 2,9%, τον Οκτώβριο του 2023. Επειδή αυτή η αποκλιμάκωση είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα επίδρασης βάσης (base effect), πιθανότατα ο πληθωρισμός να αυξηθεί λίγο τους επόμενους μήνες, δίχως, όμως, να εγείρει ιδιαίτερες ανησυχίες.