Μάχη με το χρόνο δίνουν στις Βρυξέλλες και στα κράτη-μέλη για μία συμφωνία (έστω και πρώτη πολιτική) πριν αλλάξει ο χρόνος, για το νέο πλαίσιο των δημοσιονομικών κανόνων. Η σύνοδος των ΥΠΟΙΚ της προηγούμενης εβδομάδας παρά τις ολονύχτιες διαπραγματεύσεις δεν έβγαλε λευκό καπνό, αν και διαφάνηκαν βήματα προόδου.
Τα νομικά κείμενα της συμβιβαστικής πρότασης της προεδρίας ανακοινώθηκαν και έχουν τεθεί προς περαιτέρω συζήτηση, ενώ οι εκπρόσωποι των θεσμών έσπευσαν να δηλώσουν την αισιοδοξία τους για μία συμφωνία, έστω και με αρκετούς συμβιβασμούς.
Και τούτο παρά το γεγονός ότι άλλες πηγές από τις Βρυξέλλες δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το αν θα έχει στα χέρια του μία συμφωνία το ερχόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 14-15 Δεκεμβρίου, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί ακόμα το δυσμενές plan b, δηλαδή η αναβολή της συμφωνίας για μετά τις Ευρωεκλογές με ότι αυτό σημαίνει για τις δημοσιονομικές συνθήκες του 2024.
Από τις Βρυξέλλες, και μετά το διήμερο των πυρετωδών διαπραγματεύσεων, έχουν αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο μίας νέας συνάντησης των ΥΠΟΙΚ, η οποία τοποθετείται μεταξύ 18 και 24 Δεκεμβρίου.
Διαβάστε ακόμα: Δημοσιονομικοί Κανόνες ΕΕ: Τι αναφέρει η συμβιβαστική πρόταση – Ειδική μεταχείριση στο ελληνικό χρέος για τις πληρωμές του 2033
Η «λυδία λίθος» για την επίτευξη συμφωνίας είναι η εξισορρόπηση των διαφορετικών τάσεων εντός του Eurogroup που να ενσωματώνει την πιο «σφιχτή» προσέγγιση των Βόρειων σε σχέση με τα ελλείμματα/χρέος των κρατών μελών, αλλά χωρίς να θέτει αναχώματα στην ανάπτυξη με υφεσιακές πολιτικές, για τις οποίες η Ευρωζώνη έχει πικρά πείρα… Ο επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, έχει τονίσει πολλαπλές φορές την ανάγκη να μην «εκτροχιαστεί» η αναπτυξιακή πορεία της Ευρώπης.
Συγκεκριμένα, το κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να παρουσιάσει ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο για περίοδο 4 ετών ή 5 ετών που να καθορίζει τη δημοσιονομική του πορεία καθώς και τις δημόσιες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες σε συνδυασμό, θα εξασφαλίζουν διαρκή και σταδιακή μείωση του χρέους και βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Όσα κράτη μέλη υπερβαίνουν το όριο χρέους 60% του ΑΕΠ θα πρέπει να ακολουθήσουν μια διαδικασία προσαρμογής διάρκειας 4 ετών με διάρκεια παράτασης έως και 3 χρόνια το ανώτερο.
Τα δημοσιονομικά σχέδια των κρατών μελών θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν ευρύτερες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε σχέση με τις προτεραιότητες της ΕΕ, δηλαδή την πράσινη μετάβαση και την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, την ψηφιακή μετάβαση, την κοινωνική και οικονομική ανθεκτικότητα αλλά και την εφαρμογή του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών στόχων για την απασχόληση, τις δεξιότητες και τη μείωση της φτώχειας έως το 2030, ενώ, τέλος, θα πρέπει να περιλαμβάνεται και η δημιουργία αμυντικών δυνατοτήτων, όπου ισχύει. Επισημαίνεται ακόμα πως οι δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη στα εθνικά σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη στους εθνικούς λογαριασμούς.
Επιπλέον, οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις της πολιτικής συνοχής θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση των εθνικών μεσοπρόθεσμων διαρθρωτικών σχεδίων, αφού προηγηθεί τεχνικός διάλογος με την Κομισιόν για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες.
Βάσει σύστασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο θα πρέπει να εγκρίνει την πορεία των καθαρών δαπανών και τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις έτσι ώστε να «δικαιολογείται» η παράταση της περιόδου προσαρμογής, κατά περίπτωση.
Σε συμφωνία και με την πρόταση της Κομισιόν για την a la carte αντιμετώπιση των κρατών μελών, θα διαμορφωθεί ένας δείκτης που στηρίζεται στη βιωσιμότητα του χρέους και θα χρησιμεύσει ως βάση για τον καθορισμό της δημοσιονομικής πορείας και τη διενέργεια ετήσιας δημοσιονομικής εποπτείας για κάθε κράτος μέλος.
Αυτός ο ενιαίος δείκτης θα πρέπει να βασίζεται στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, ενώ τονίζεται πως θα πρέπει να αποκλειστεί η ταξινόμηση συναλλαγών ως έκτακτων και προσωρινών μέτρων σε σχέση με τις καθαρές δαπάνες.
Το γενικό πλαίσιο των κανόνων έχει ως σκοπό τέλος να διασφαλίζει ότι, έως το τέλος της περιόδου προσαρμογής, το χρέος θα βρίσκεται σε εύλογα πτωτική τροχιά ή θα παραμένει σε συνετά επίπεδα, ακόμη και στις περιπτώσεις των δυσμενών σεναρίων, όπως και το έλλειμμα θα μειώνεται και διατηρείται κάτω από το 3% του ΑΕΠ, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη ότι τα κράτη μέλη ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πρόσθετο κόστος μετά το τέλος της περιόδου προσαρμογής, όπως το κόστος γήρανσης.
Η ολοκλήρωση του διαλόγου αναμένεται επίσης με ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον καθώς απομένει η αποσαφήνιση της εξαίρεσης αμυντικών και κλιματικών δαπανών, με το ΥΠΕΘΟ να έχει εκφράσει την αισιοδοξία του για την επιτυχία, μετά και από την έγκριση του προϋπολογισμού 2024 και την θετική αξιολόγηση του αναθεωρημένου Σχεδίου Ελλάδα 2.0.