Σημαντική ήταν η συνεισφορά των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών στον κρατικό προϋπολογισμό το 2022 με τα έσοδα από φόρους και άλλες εισφορές να ανέρχονται σε 3,7 δισ. ευρώ ενώ εάν συνυπολογιστούν και οι καθαρές αμοιβές και τα εργοδοτικά ύψους 95,9 εκατ. ευρώ στο προσωπικό, τα κέρδη ύψους 70,1 εκατ. ευρώ καθώς και οι πληρωμές ύψους 44,8 εκατ. στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το κοινωνικό προϊόν του κλάδου ανέρχεται σε 3,9 δισ. ευρώ.
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία για τον κλάδο που δημοσίευσε την Τρίτη το ΙΟΒΕ δείχνουν σημαντική αύξηση της αξίας των πωλήσεων το 2022 σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη ενώ η κερδοφορία του κλάδου οφείλεται κυρίως στα αεροπορικά καύσιμα και τις διεθνείς πωλήσεις και εμπόριο.
Η αξία πωλήσεων των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών το 2022 ανήλθε σε 17,8 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 69,2% σε σύγκριση με το 2021 και υπερδιπλάσια σε σύγκριση με το 2020. Η αύξηση αυτή οφείλεται στην ενίσχυση του όγκου πωλήσεων και στην κατακόρυφη άνοδο των διεθνών τιμών των προϊόντων πετρελαίου, η οποία το 2022 οδήγησε σε αύξηση του κόστους πωληθέντων κατά 71,6% έναντι του 2021.
Ωστόσο, παρά την αύξηση της αξίας των πωλήσεων, η κερδοφορία παραμένει χαμηλή. Τα μικτά κέρδη των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών έφτασαν τα 528 εκατ. το 2022 αλλά απομονώνοντας τις επιδόσεις των εταιριών εμπορίας που πωλούν αεροπορικά καύσιμα ή δραστηριοποιούνται σε διεθνείς πωλήσεις και εμπόριο (trading) προκύπτει ότι τα κέρδη του κλάδου συρρικνώνονται, ενώ και οι ζημιές των προηγούμενων ετών διογκώνονται ακόμα περισσότερο, φτάνοντας σωρευτικά (μετά από την πληρωμή φόρων) τα -396 εκατ. ευρώ την περίοδο 2010-2022.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων ήταν οριακά θετικό (0,5%) το 2022 και δεν μεταβλήθηκε σε σύγκριση με το 2021. Πιο συγκεκριμένα, το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων το 2022 ήταν σχεδόν μηδενικό για τις πωλήσεις εσωτερικού και καθίσταται οριακά θετικό (0,5%) με τη συμπερίληψη των πωλήσεων αεροπορικών καυσίμων και του διεθνούς trading, στις οποίες το περιθώριο καθαρού κέρδους προ φόρων διαμορφώθηκε σε 1,8% το 2022.
Οι προκλήσεις για τον κλάδο πετρελαιοειδών εν μέσω της ενεργειακής μετάβασης
Οι εθνικοί στόχοι για την ενέργεια και το κλίμα επηρεάζουν τις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών οι οποίες βλέπουν ήδη συρρίκνωση των πωλήσεων, μια τάση που αναμένεται να αυξηθεί καθώς οι καταναλωτές στρέφονται σε εναλλακτικά καύσιμα ενώ οι απαιτήσεις για αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και προσαρμογή στα νέα δεδομένα της αγοράς αυξάνουν την ανάγκη για επενδύσεις.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η ετήσια κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου για ενεργειακή χρήση θα υποχωρήσει κατά 8% το 2025 και κατά 23% το 2030 σε σύγκριση με το 2015, δημιουργώντας σοβαρές πιέσεις στις εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών. Στον τομέα των Μεταφορών, η μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών θα βασιστεί στην υποκατάσταση με ηλεκτρική ενέργεια (ηλεκτροκίνηση), αέρια καύσιμα (προηγμένα και συνθετικά βιοκαύσιμα) και πράσινο υδρογόνο καθώς και σε ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης.
Οι επιχειρήσεις του κλάδου βρίσκονται αντιμέτωπες με υψηλές ανάγκες σε κεφάλαια κίνησης για την κτήση των προϊόντων πετρελαίου συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Παράλληλα, έχουν αναλάβει μεγάλο τμήμα της υποχρέωσης βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης (περίπου 56% του συνόλου ή 815 ktoe).
Για την περίοδο 2023-2030 θα απαιτηθεί να επιτύχουν εξοικονομήσεις ενέργειας στην τελική κατανάλωση υλοποιώντας και τεχνικά μέτρα (εκτός από οριζόντια/συμπεριφορικά), τα οποία απαιτούν υψηλές επενδύσεις.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναμενόμενη υποχώρηση των πωλήσεων θα διατηρήσει την ιδιαίτερα ασθενή κερδοφόρα εικόνα του κλάδου ή θα την καταστήσει ζημιογόνα, τουλάχιστον όσον αφορά στα προϊόντα που κατευθύνονται στην εσωτερική αγορά (κυρίως βενζίνες και πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης) και στις επιχειρήσεις που στηρίζουν τις πωλήσεις τους σε αυτά τα προϊόντα.
Όσον αφορά στα επόμενα έτη, τα οικονομικά αποτελέσματα του κλάδου θα εξαρτηθούν από την φορολογική αντιμετώπιση και την ικανότητα τραπεζικής ή άλλης χρηματοδότησης με αποδεκτό κόστος ενώ διατηρούνται οι αμφιβολίες για την οικονομική δυνατότητα των μικρότερων κυρίως επιχειρήσεων να υλοποιήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις και αλλαγές ώστε να ανταπεξέλθουν στα νέα δεδομένα της αγοράς.