Μπορεί το «θηρίο» του πληθωρισμού να έχει τιθασευτεί και η οικονομία της Ευρωζώνης να έχει περάσει δυνητικά από τα χειρότερα, ωστόσο ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός νέου «θηρίου», που ακούει αυτή τη φορά στο όνομα της ακόμη πιο «επιθετικής» δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως αναφέρει ο Simon Wells, επικεφαλής οικονομολόγος της HSBC για την Ευρώπη.
Οι ίδιες οι δημοσιονομικές αρχές αποτελούν τα «άπληστα θηρία», σύμφωνα με τον ίδιο, πρόθυμες να ανεβάσουν το χρέος σε περιόδους ύφεσης και κρίσεων, αλλά απρόθυμες να το μειώσουν εκ νέου σε καλύτερες περιόδους. Παρά την πρόσφατη υποχώρηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, τα επίπεδα των αποδόσεων παραμένουν σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα από ό,τι πριν από δύο χρόνια. Εκτός από την υποτονική ανάπτυξη και τις πιέσεις στις δημόσιες δαπάνες, ακόμη και οι επικριτές της υιοθέτησης μέτρων λιτότητας προειδοποιούν για «έκρηξη» των δεικτών χρέους. Σύμφωνα με την HSBC, οι χώρες με υψηλότερα ελλείμματα, από ό,τι πριν από την πανδημία του κορονοϊού, θα βρεθούν αντιμέτωπες με δύσκολες ασκήσεις δημοσιονομικής προσαρμογής, δεδομένου του QT και της καθαρής εκδοτικής δραστηριότητας.
Ο Wells και η ομάδα του εκτιμούν πως θα χρειαστεί μια σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή μόνο για να σταθεροποιηθούν οι δείκτες δημόσιου χρέους για αρκετές χώρες, πόσο μάλλον να μειωθούν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα κατά μέσο όρο κάθε χρόνο, όπως απαιτείται από τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Ως εκ τούτου, οι δημοσιονομικές αρχές θα πρέπει να εξισορροπήσουν τις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις για δαπάνες με την αποστροφή των ψηφοφόρων για φορολογικές μειώσεις, ενώ προσπαθούν να κρατήσουν με το μέρος τους ένα ακόμη μεγάλο «θηρίο» - τις αγορές ομολόγων.
Η μεγάλη ελπίδα για τους ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής είναι για μια άνοδο μακροπρόθεσμα, ή έναν υψηλότερο «δυνητικό» ρυθμό ανάπτυξης, αλλά αυτό θα απαιτούσε μια ανάκαμψη στην παραγωγικότητα, η οποία ήταν αδύναμη εδώ και δεκαετίες. Μια άλλη επιλογή για την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών είναι η επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή, που θα ήταν πολιτικά δύσκολη, ιδιαίτερα δεδομένης της ανόδου των λαϊκιστικών πολιτικών κομμάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ένας τέτοιος δρόμος είναι πιθανό να ακολουθηθεί μόνο εάν οι κυβερνήσεις αναγκαστούν από ένα ακόμη «άπληστο θηρίο» - τις αγορές.
Η HSBC αναφέρεται και στις διάφορες «φωνές» που πυκνώνουν αναφορικά με την αύξηση του στόχου για τον πληθωρισμό, κάτι που φαντάζει απίθανο προς ώρας. Βέβαια, οι αναλυτές επισημαίνουν πως οι κεντρικοί τραπεζιτές θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον στόχο, αλλά να αποδεχθούν κάπως αθόρυβα ότι «το τρία αποτελεί το νέο δύο» για τον πληθωρισμό. Αν και οι τελευταίοι δεν θα το παραδέχονταν ποτέ αυτό, ο πληθωρισμός που θα υπερβαίνει κατά μέσο όρο τον στόχο τα επόμενα χρόνια μπορεί να είναι χρήσιμος για τα δημοσιονομικά και προτιμότερος από το να τους καταλογιστεί μια βαθιά ύφεση.
Ωστόσο, το υψηλό χρέος κινδυνεύει να επιβαρύνει την ανάπτυξη και να περιορίσει τα περιθώρια πολιτικών επιλογών και αποφάσεων. Μετά από δύο χρόνια που η νομισματική πολιτική βρίσκεται στο επίκεντρο, η προσοχή μπορεί να στραφεί ξανά προς τις δημοσιονομικές προκλήσεις της Ευρώπης. «Ακόμα κι αν ένα άπληστο «θηρίο» να έχει εξημερωθεί, ένα άλλο υποβόσκει», αναφέρει η HSBC.
Υψηλότερη ανάπτυξη στην Ελλάδα - Ανάγκη μεγαλύτερης και πιο άμεσης απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων
Από τη μεριά του, ο οικονομολόγος της HSBC Fabio Balboni, επισημαίνει πως το ελληνικό ΑΕΠ παρέμεινε κάπως σταθερό στο τρίτο τρίμηνο του 2023, σχεδόν ευθυγραμμισμένο με τις εκτιμήσεις του (0,1% σε τριμηνιαία βάση), καθώς ανέμενε κάποια οπισθοχώρηση μετά την ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική του δευτέρου τριμήνου (1,1%). Τόσο η ιδιωτική κατανάλωση (-0,7% σε τριμηνιαία βάση) όσο και οι επενδύσεις (-1,8%) υποχώρησαν το τρίτο τρίμηνο, με τις τελευταίες να έχουν πλέον υποχωρήσει για τρία διαδοχικά τρίμηνα, αφού είχαν αυξηθεί κατά σχεδόν 50% μεταξύ του τέλους του 2020 και του 2022.
Επιπλέον, αν και οι δείκτες PMI υποχώρησαν κάπως τους τελευταίους μήνες, παραμένουν πάνω από τις 50 μονάδες και η βιομηχανική παραγωγή ενισχύθηκε σημαντικά τον Οκτώβριο (+10,5% σε ετήσια βάση). Εν τω μεταξύ, ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παρέμεινε επίσης πολύ πάνω από τον μέσο όρο, στις 106,2 μονάδες τον Νοέμβριο. Η αγορά εργασίας παραμένει σταθερή, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί στο 9,6% τον Σεπτέμβριο, ενώ η μηνιαία έρευνα για τον Οκτώβριο του 2023 έδειξε ότι η αύξηση της απασχόλησης συνεχίζει να επιταχύνεται.
Η καταναλωτική εμπιστοσύνη, ωστόσο, έχει υποχωρήσει, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους για την κατανάλωση το επόμενο διάστημα. Ο Balboni αναφέρει πως το 2023 αποτέλεσε πιθανότατα χρονιά - ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, οι αφίξεις και οι τουριστικές εισπράξεις είχαν φτάσει στο 103% και στο 110% των αντίστοιχων στοιχείων που καταγράφηκαν το 2019. «Αν και αυτό σημαίνει ότι η αναπτυξιακή δυναμική μετά το πέρας της πανδημίας μπορεί να έχει ολοκληρωθεί, εξακολουθούμε να βλέπουμε κάποιο περιθώριο ανάπτυξης καθώς η τουριστική περίοδος επιμηκύνεται για το πρώτο και το τέταρτο τρίμηνο», αναφέρει ο οικονολογος της HSBC.
Ευρύτερα, αν και η Ελλάδα έχει καταγράψει μια ισχυρή ανάκαμψη μετά την πανδημία, το εγχώριο ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι σχεδόν κατά 15% χαμηλότερα από το επίπεδο του 2010, πριν από την κρίση χρέους. «Επομένως, υπάρχουν ακόμη κάποιες ευκαιρίες περαιτέρω ανάπτυξης που έρχονται πλέον σε μια πιο βιώσιμη βάση», όπως υποστηρίζει η HSBC. «Μοχλός» αποτελεί και η διοχέτευση ρευστότητας - χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, από το οποίο η Ελλάδα έχει αντλήσει 35 δισ. ευρώ (18% του ΑΕΠ), ανεβάζοντας ρυθμούς, ενώ θα λάβει και περίπου 35 δισ. ευρώ μέσω των διαρθρωτικών ταμείων από τον Προϋπολογισμός της ΕΕ την περίοδο 2020 - 2027.
Συνεπώς ο βρετανικός προβαίνει σε αναθεώρηση των εκτιμήσεών του για την αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας, αναμένοντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1% το 2023 (από 2,2% προηγουμένως) 1,5% το 2024 (από 1,3% που εκτιμούσε) και 1,7% το 2025 (από 1,5%), λόγω των επιπλέον κεφαλαίων από το RePowerEU και της ελαφρώς πιο άμεσης, χρονικά, χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, η οποία αναμένεται να στηρίξει τις επενδύσεις. Παράλληλα, βλέπει περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από το 4,1% φέτος στο 1,8% το 2024 (από 2,5% που εκτιμούσε) παραμένοντας σε αυτό το επίπεδο και το 2025 (από 2% που ανέμενε), ενώ ως προς τον δείκτη δημοσίου χρέους εκτιμά πως από το υψηλό του 206,3% το 2020 θα υποχωρήσει στο 160,3% φέτος, στο 149,8% το 2024 και στο 140,1% το 2025 (βλέπει ακόμη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση από τις προηγούμενες εκτιμήσεις του).
Χάρη στα ισχυρά φορολογικά έσοδα, την περίοδο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου, το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε στο 2,8% του ΑΕΠ έναντι 2,1% την ίδια περίοδο του 2022. Συνεπώς, ο στόχος της κυβέρνησης για 1,1% αναμένεται να επιτευχθεί άνετα, ενώ και ο στόχος του 2,1% του ΑΕΠ για το 2024 φαίνεται επίσης ρεαλιστικός, σύμφωνα με την HSBC.
Ωστόσο, οι αναλυτές κρούουν των κώδωνα του κινδύνου για τον πιο αργό ρυθμό αξιοποίησης των δανείων από το RRF - τα οποία στην Ελλάδα βασίζονται για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών και όχι δημόσιων επενδύσεων – καθώς από τα συνολικά 17,7 δισ. ευρώ, η ΕΕ έχει μέχρι στιγμής εκταμιεύσει 5,3 δισ. ευρώ και μόνο 1,15 δισ. ευρώ είχαν στραφεί προς εταιρείες μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου.
Η HSBC αναφέρεται και στην εντυπωσιακή σειρά αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, εστιάζοντας κυρίως στις τελευταίες κινήσεις των Standard & Poor's και Fitch, όπου μετά από δέκα χρόνια που τοποθετούσαν την Ελλάδα στην κατηγορία «junk», θα οδηγήσουν τα ελληνικά ομόλογα στους κορυφαίους δείκτες με «investment grade» (από 01/01/24) κάτι που βοηθήσει στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης. Με πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα, περίπου 35 δισ. ευρώ σε «μαξιλάρι» - ταμειακά διαθέσιμα (18% του ΑΕΠ), τον δείκτη δημόσιου χρέους να μειώνεται γρήγορα και την κυβέρνηση να εξακολουθεί να εστιάζει στην υθιοθέτηση και υλοποίηση περαιτέρω μεταρρυθμίσεων, δεν είναι απίθανη να καταγραφεί μια παρόμοια πορεία με την Πορτογαλία όσον αφορά τα spreads των ελληνικών τίτλων.
Επιπλέον, ο αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων στην οικονομία ήταν σχετικά περιορισμένος μέχρι στιγμής. Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η αύξηση των δανείων έχει επιβραδυνθεί, τα επιτόκια εξακολουθούν να μην είναι σε ιστορικά υψηλά για τις ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν καταφέρει επίσης να κινηθούν με τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Ωστόσο, το κόστος δανεισμού αυξάνεται για τις επιχειρήσεις, γεγονός που τονίζει τη σημασία της χρήσης του διαθέσιμου RRF για την υποστήριξη των επενδύσεων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλότερο από ό,τι πριν από την πανδημία, αλλά τουλάχιστον τα υψηλά επίπεδα άμεσων ξένων επενδύσεων προσφέρουν μια πιο σταθερή πηγή χρηματοδότησης από ό,τι στο παρελθόν.