Η Goldman Sachs πιστεύει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας στο τέλος του 2024 θα είναι υπερδιπλάσιος από αυτόν που εκτιμάται σήμερα στην αγορά. Για του λόγου το αληθές, ο επενδυτικός κολοσσός επικαλείται τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι θα συμβεί αυτό.
Σε εταιρικό σημείωμα που δημοσίευσε το Σαββατοκύριακο, ομάδα συμβούλων της Goldman με επικεφαλής τον Jan Hatzius διατυπώθηκε η άποψη ότι το αμερικανικό ΑΕΠ θα επεκταθεί σε ετήσια βάση κατά 2% το τέταρτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σε σύγκριση με το περίπου 0,9% που είχε δημοσιεύσει νωρίτερα το Bloomberg, επικαλούμενο εκτιμήσεις οικονομολόγων.
Η Goldman θεωρεί ότι η πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ τους επόμενους 12 μήνες είναι μικρότερη από το 20%, την ίδια στιγμή που το Bloomberg εκτιμά ότι υπάρχουν 50% πιθανότητες, η οικονομία των ΗΠΑ να παρουσιάσει ύφεση τους επόμενους 12 μήνες. Αυτό ωθεί την Goldman να θέσει το ερώτημα: «Γιατί ανησυχούν οι άλλοι εκτιμητές για το οποίο εμείς δεν ανησυχούμε;».
Για να απαντήσουν, εξέτασαν τους κινδύνους για το 2024 και εξήγησαν γιατί ανησυχούν λιγότερο.
Ο πρώτος κίνδυνος που αντιλαμβάνονται πολλοί είναι η επιβράδυνση της κατανάλωσης, εάν το ποσοστό αποταμίευσης αυξηθεί από το χαμηλό επίπεδο ή εάν τα νοικοκυριά ξεμείνουν από πλεονάζουσες αποταμιεύσεις. Όμως η Goldman λέει ότι αναμένει, η κατανάλωση να αυξηθεί κατά 2% φέτος, επειδή η αύξηση των πραγματικών μισθών θα παραμείνει θετική, μιας και οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται και την ίδια στιγμή ο πληθωρισμός μειώνεται.
Παράλληλα η σταθερή αγορά εργασίας ενθαρρύνει τις δαπάνες και αντίθετα με τις προσδοκίες η εξάντληση των πλεονασματικών αποταμιεύσεων δεν θα έχει τον αντίκτυπο που φοβάται μερίδα αναλυτών. Αυτό συνδέεται με τη δεύτερη ανησυχία που αφορά στην αύξηση ποσοστών που σχετίζεται με την αθέτησης των καταναλωτικών υποχρεώσεων. Και για αυτό το λόγο η Goldman δεν νιώθει την ίδια μεγάλη ανησυχία μιας και ο επενδυτικός κολοσσός διαπιστώνει τάση εξομάλυνσης.
Ακολουθεί ο φόβος για μια εντονότερη επιδείνωση της αγοράς εργασίας. Η Goldman θεωρεί ότι αυτό είναι απίθανο, δεδομένου ότι οι ανοιχτές θέσεις εργασίας είναι ακόμη υψηλές και ο ρυθμός των απολύσεων εξακολουθεί να είναι αργός. Ορισμένοι παρατηρητές έχουν εκφράσει ανησυχίες σχετικά με το πόσο θα αυξηθούν οι θέσεις εργασίας, όμως η Goldman υποστηρίζει ότι υπάρχουν διάφοροι λόγοι που αυτό δεν αποτελεί τόσο μεγάλο πρόβλημα, καθώς σημαντικός λόγος προσέλκυσης εργατικού δυναμικού είναι ότι πολλές εταιρείες ήταν υποστελεχωμένες και προχώρησαν σε αύξηση των αμοιβών των εργαζομένων.
Αμέσως επόμενος λόγος που επικαλούνται οι αναλυτές που ανησυχούν, είναι η προοπτική αύξησης των εταιρικών πτωχεύσεων. Ωστόσο, η Goldman υποστηρίζει ότι οι μεγάλες και οι μικρές εταιρείες βρίσκονται γενικά σε «σταθερή οικονομική βάση» και ότι ο σημερινός αριθμός των πτωχεύσεων εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από τα προ πανδημίας επίπεδα. «Μπορεί οι πτωχεύσεις μεγάλων εταιρειών είναι κάπως υψηλότερες, ωστόσο έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2019», διευκρινίζει η Goldman.
Ένας λόγος για τον οποίο ορισμένοι παρατηρητές φοβούνται είναι η αύξηση του κόστους χρήματος , καθώς οι εταιρείες θα κληθούν να αναχρηματοδοτηθούν με υψηλότερα επιτόκια. Η Goldman εκτιμά ότι ο αντίκτυπος θα είναι μέτριος, με τις υψηλότερες δαπάνες εταιρικών τόκων να μειώνουν την αύξηση των επενδύσεων κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 και 0,25 ποσοστιαίες μονάδες το 2025 και τις προσλήψεις κατά 5.000 θέσεις εργασίας το μήνα το 2024 και 10.000 θέσεις εργασίας το μήνα το 2025.
Ένας ακόμα τομέας σοβαρής ανησυχίας είναι τα εμπορικά ακίνητα, καθώς η εργασία από απόσταση αφήνει πολλά κτίρια γραφείων μισοάδεια και οικονομικά μη βιώσιμα. Υπάρχουν ανησυχίες ότι ορισμένοι δανειστές θα δυσκολευτούν να απορροφήσουν τις απώλειες στα χαρτοφυλάκια εμπορικών ακινήτων τους.
Όμως η Goldman τονίζει ότι είναι τα γραφεία ειδικά και όχι τα CRE ευρύτερα που αντιμετωπίζουν μεγάλο πρόβλημα και ότι τα δάνεια για γραφεία αντιπροσωπεύουν μόνο το 2-3% των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών.