Οι κινητοποιήσεις των Ευρωπαίων αγροτών εισέρχονται στο δεύτερο μήνα τους. Εντύπωση προκαλεί η έλλειψη συστηματικής συμπαράστασης από πλευράς των καταναλωτών, σε μια περίοδο μάλιστα που οι τελευταίοι είναι σφόδρα δυσαρεστημένοι από την κατάσταση στην αγορά.
Ένα από τα κεντρικά συνθήματα των εξεγερμένων αγροτών, είναι η μείωση του κόστους παραγωγής. Τυχόν επίλυση του θέματος αυτού, θεωρητικά θα οδηγούσε σε μείωση και των τιμών στο ράφι. Η εμπειρία όμως όλων μας από την αγορά, είναι ότι οποιοδήποτε προϊόν ανεβαίνει δύσκολα κατεβαίνει. Κατά συνέπεια οι καταναλωτές μπορεί να βλέπουν τους αγρότες με συμπάθεια, αλλά όχι και σαν σύμμαχους στην προσπάθειά τους για ένα λογικό επίπεδο τιμών για το τραπέζι τους. Ξέρουν, ότι όλοι όσοι μεσολαβούν αμέσως μετά από το χωράφι και μέχρι το ράφι, καιροφυλακτούν να αρπάξουν την ευκαιρία να «βελτιώσουν τη θέση τους» ή με απλά λόγια να αυξήσουν την κερδοφορία τους ή όπως συμβαίνει το προηγούμενο διάστημα την απληστία τους!
Διάσπαρτες φωνές από τον αγροτικό χώρο καλούν τους καταναλωτές να τους συμπαρασταθούν, όχι τόσο στα μπλόκα, όσο στην αγορά. Να αγοράζουν ντόπια προϊόντα, υπονοώντας τόσο ότι κάνουν καλό στο περιβάλλον, αφού δεν ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσουν στο πιάτο, όσο και στην τοπική οικονομία. Τα χρήματά σας θα μείνουν στον τόπο μας, συμπληρώνουν οι αγρότες. Αλλά αυτό που συμβαίνει τακτικά τα τοπικά προϊόντα είναι σαφώς ακριβότερα από τα αγνώστου προέλευσης βιομηχανοποιημένα, άρα οι καταναλωτές με χαμηλά εισοδήματα ή πολλά έξοδα συχνά δεν μπορούν για οικονομικούς λόγους να αποδεχθούν την πρόσκληση των αγροτών.
Όλα τα παραπάνω είναι σχετικά προφανή. Αυτό που είναι ένας καλά κρυμμένο μυστικό, είναι το γεγονός ότι έχει εδώ και χρόνια διαρραγεί η όποια σχέση υπήρχε μεταξύ αγροτών και καταναλωτών. Το καταναλωτικό κίνημα στην Ευρώπη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο ενδιαφέρεται για δύο πολύ σημαντικά πράγματα: πρώτον να υπάρχει ασφαλές και φθηνό φαγητό στο καθημερινό τραπέζι και δεύτερο να υπάρχει ποικιλία τροφίμων τόσο για τις καθημερινές όσο και για τις γιορτές. Οι αγρότες όμως ίσως νοιάζονται ολοένα και λιγότερο πια για αυτό το θέμα.
Τα τελευταία χρόνια, οι Ευρωπαίοι αγρότες, αντιλαμβάνονται στη μεγάλη τους πλειοψηφία τους εαυτούς τους ως παραγωγούς ενδιάμεσων προϊόντων για την παραγωγή τροφίμων από την αλματωδώς αναπτυσσόμενη βιομηχανία τροφίμων. Η τελευταία, αναζητάει προϊόντα συγκεκριμένων προδιαγραφών για να πετύχει τις συνταγές της. Για να πετύχεις όμως τις προδιαγραφές αυτές στο χωράφι, είσαι υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσεις όλα τα όπλα της σύγχρονης βιομηχανοποιημένης γεωργίας: Φυτοφάρμακα, ψεκασμούς, υβρίδια νέων ποικιλιών και άλλα πολλά. Πολλοί καταναλωτές ακούν με τρόμο ότι σε ένα ψεκαστικό βυτίο 1000 λίτρων νερού ρίχνεις ένα εντομοκτόνο λίγων γραμμαρίων και εξολοθρεύεις ότι πετάει και κινείται σε 10 στρέμματα ενός οπωρώνα. Φυσικά όλα αυτά γίνονται με κανόνες και προδιαγραφές και ελάχιστοι πια αγρότες σήμερα δεν τους εφαρμόζουν. Οι εντυπώσεις όμως παραμένουν: «θα δώσω εγώ στο παιδί μου ένα μήλο που έχει ψεκαστεί 10 φορές με φυτοφάρμακα; Θα αγοράζω βιολογικά», χωρίς όμως να ξέρει τι ακριβώς εννοεί κι εάν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό.
Τα τελευταία χρόνια το ανερχόμενο κίνημα για την ευζωία των παραγωγικών ζώων, έχει πετύχει πολλές και σημαντικές κατακτήσεις. Ποιο μεγάλη είναι ίσως αυτή στα πουλερικά, όπου οι παραγωγοί αλλάζουν συνεχώς τα κλουβιά που τα διατηρούν, ώστε να τα αναβαθμίσουν με άλλα που πληρούν τους ποιο σύγχρονους κανόνες και απόψεις ευζωίας. Η συνεχείς αυτές αλλαγές εξοπλισμού, τους έχουν στερήσει σημαντικούς οικονομικούς πόρους και προφανώς διαμαρτύρονται. Πολλοί όμως από την πλευράς των ζωόφιλων τους θεωρούν ότι θέλουν να κακοποιούν τα ζώα ή τέλος πάντων να μην φροντίζουν να περνάνε καλά. Άρα και η εικόνα των πτηνοτρόφων, έχει κι αυτή θιγεί αρκετά.
Το θέμα των επιδοτήσεων, είναι ένα ακόμη αγκάθι μεταξύ των δύο πλευρών. Οι επιδοτήσεις δίνονται στους αγρότες για συγκεκριμένους σκοπούς, με βασικότερο να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που έχει το αγροτικό επάγγελμα και να συνεχίσουν οι επιδοτούμενοι τη δράση τους. Συχνά το ύψος τους είναι μεγάλο και οι εκτός γεωργίας πολίτες αναρωτιούνται «γιατί τόσα πολλά λεφτά;». Η απάντηση είναι σχετικά εύκολη, διότι η πρωτογενής παραγωγή κρύβει κινδύνους όχι μόνο για το εισόδημα μιας καταστροφικής χρονιάς αλλά για την ίδια την ύπαρξη της αγροτικής εκμετάλλευσης. Κανείς δεν μπορεί να διασφαλίσει ότι μια πολύ δύσκολη χρονιά αποκλείεται να ακολουθηθεί από μια... καταστρεπτική. Είναι τυχαίο που οι αγροτικές κινητοποιήσεις έχουν πάρει την έκταση που πήρανε φέτος; Η απάντηση είναι εύκολη, εάν αναλογιστείς ότι οι καλλιέργειες έγιναν με τρομακτικό κόστος λόγω κερδοσκοπίας και πολέμου, ενώ οι τιμές διάθεσης ήταν χαμηλές μια τα πράγματα στο εν τω μεταξύ ομαλοποιήθηκαν. Επιπλέον, τα συνεχή καπρίτσια του καιρού, για να... ξορκίσουμε τα κακά πράγματα, έχουν μειώσει τις παραγωγές και αυξήσει τις καταστροφές, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Πέρυσι, οι Ισπανοί ελαιοκαλλιεργητές δεν ανησυχούσαν για την παραγωγή ελαιολάδου, που την είχαν ξεγραμμένη, αλλά για το εάν αντέξουν την πρωτοφανή ξηρασία τα ηλικίας πολλών δεκαετιών ελαιόδενδρα της κεντρικής Ισπανίας! Εμείς εδώ πάλι, είχαμε ένα χειμωνιάτικο Μάιο-Ιούνιο με συνεχείς βροχές που κατέστρεψαν παραγωγές ή υποβάθμισαν τόσο πολύ την ποιότητά τους που δεν ζητιούνται από το εμπόριο. Αναφερόμαστε στις 2 χαμένες – από τις 5 ή 6 συνολικά – κοπές μηδικής, της καλύτερης ζωοτροφής της χώρας μας και τα υποβαθμισμένης ποιότητας σιτάρια, που μένουν ακόμη και σήμερα σε αποθήκες παραγωγού με ελάχιστο εμπορικό ενδιαφέρον.
Αλλά όταν ένας μισθωτός για να εξασφαλίσει οικογενειακό εισόδημα της τάξης των 30.000 ευρώ αναγκάζονται να δουλεύουν 250 ημέρες το χρόνο και οι δύο στο νοικοκυριό και βλέπει ότι ο ξάδελφός του στο χωριό έπαιρνε όλα τα προηγούμενα χρόνια 15 και 20.000 ευρώ επιδότηση, μόνο για να μείνει στο επάγγελμα, είναι προφανές ότι του κακοφαίνεται. Βέβαια, όλο αυτό το διάστημα, το αγροτικό κίνημα δεν φρόντισε να εξηγήσει στο καταναλωτικό κοινό ότι 20.000 ευρώ δεν είναι τίποτα μπροστά στη ζημιά να μη μαζέψεις, έχοντας κάνει όλα τα σχετικά έξοδα, τη σοδειά σου από τον καιρό ή γιατί η αγορά γύρισε και οι τιμές κατρακύλησαν. Ότι συμβαίνει δηλαδή αυτές τις ημέρες με τους παραγωγούς πορτοκαλιού: περίμεναν πολλά χρόνια μια αυξημένη τιμή για το προϊόν τους, η οποία φάνηκε να ερχόταν από ζημιές στη μακρινή Βραζιλία. Οι αντάρτες Χούθι όμως, πήραν τη μπουκιά από το στόμα των Ελλήνων πορτοκαλάδων, αφού τα Αιγυπτιακά πορτοκάλια δεν μπόρεσαν να φτάσουν στις Ασιατικές αγορές και αποβιβάσθηκαν στην Ευρώπη, συγκρατώντας την άνοδο των τιμών.
Για αυτούς και για άλλους πολλούς λόγους, τα δύο κινήματα, το αγροτικό και το καταναλωτικό, θα έπρεπε να ήταν συνοδοιπόροι και συναγωνιστές. Η απουσία στήριξης των καταναλωτών στα αγροτικά αιτήματα δείχνει πάντως ότι δεν υπάρχει ουσιαστική και συστηματική επικοινωνία.
Αυτό πρέπει να προβληματίσει και τα δύο μέρη: Τους αγρότες ότι πορεύονται έναν αγώνα χωρίς πολλούς συμμάχους και τους καταναλωτές ότι δεν συνομιλούν με την βασική άκρη της αλυσίδας αξίας που τους ενδιαφέρει.