Μετά τον ονομαστικό πληθωρισμό, τον δομικό πληθωρισμό, τον αντιληπτό πληθωρισμό και τις πληθωριστικές προσδοκίες ήρθε μια ακόμα έννοια, αυτή τη φορά από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ο νέος δείκτης «effective inflation» που ανέπτυξε το ΔΝΤ έχει στόχο να μετρά πόσο είναι στην πραγματικότητα ο πληθωρισμός ανάλογα με το εισόδημα κάθε νοικοκυριού.
Σε μελέτη ειδικά για την Ελλάδα «The Cost-of-Living Crisis: Impact and Policy Support to Households, Evidence from Micro-Level Data Greece» το ΔΝΤ επιβεβαιώνει αυτό που «λέει» ο αντιληπτός πληθωρισμός. Δηλαδή πως οι πιο φτωχοί τον αντιλαμβάνονται πιο έντονα. Προχωρά, όμως, και σε μεγάλη ανάλυση εισοδήματος και άλλων χαρακτηριστικών. Στόχος είναι να αποδείξει πως τα στοχευμένα μέτρα στήριξης που είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες κάθε ομάδας είναι «ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τον μετριασμό της απώλειας εισοδήματος».
Το έγγραφο του ΔΝΤ αναλύει τον αντίκτυπο της ακρίβειας σε όρους «πραγματικού πληθωρισμού» που αντιμετωπίζει κάθε νοικοκυριό. Εισάγει μία νέα έννοια που μετρά πόσο ζημιώθηκε σε όρους δαπανών κάθε νοικοκυριό με βάση ένα σταθμισμένο άθροισμα των μεταβολών των τιμών για αγαθά και υπηρεσίες που καταναλώνει. Σταθμίζεται με βάση τα επίπεδα κατανάλωσης προ κρίσης τιμών και υπολογίζει πόσο πρέπει να αυξηθεί το εισόδημα ώστε το νοικοκυριό να μην πρέπει να εγκαταλείψει το παλιό του καλάθι και να αντικατασταθεί με ένα λιγότερο δαπανηρό και πιθανώς λιγότερο επιθυμητό πακέτο.
Τα στοιχεία δείχνουν πως υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των νοικοκυριών, με όσα έχουν χαμηλότερο εισόδημα να βιώνουν μεγαλύτερη απώλεια αγοραστικής δύναμης. Κατά μέσο όρο, ο πραγματικός πληθωρισμός για τα νοικοκυριά των τριών πιο υψηλών εισοδηματικών κλιμακίων (η ανάλυση χωρίζει σε 10 κλιμάκια τον πληθυσμό), δείχνει πως είναι κατά 1,5% πιο χαμηλός από εκείνον των νοικοκυριών που βρίσκονται στα τρία κατώτατα εισοδηματικά κλιμάκια, «επιβεβαιώνοντας ότι τα φτωχότερα νοικοκυριά πλήττονται πράγματι περισσότερο» σε όρους εισοδήματος από την ακρίβεια.
Αυτό το ισχυρότερο πλήγμα στα πιο φτωχά νοικοκυριά συνδέεται (όπως και στον αντιληπτό πληθωρισμό), από τη δομή των δαπανών: καταναλώνουν δυσανάλογα περισσότερα είδη που σημείωσαν μεγάλες αυξήσεις τιμών (τρόφιμα, ΔΕΚΟ κλπ).
Τα πλουσιότερα νοικοκυριά από την άλλη πλευρά (αφού καταναλώνουν περισσότερο) είναι πιο εκτεθειμένα σε αξία (δηλαδή στην επίπτωση στην κατανάλωση) στις αυξήσεις τιμών και άλλων κατηγοριών (πχ μεταφορών, ξενοδοχείων, διασκέδασης, κατοικίας) που επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς τιμές ενέργειας. Για τα πιο πλούσια, μόνο στον κλάδο τρόφιμα και τα μη αλκοολούχα ποτά, οι αυξήσεις σε όρους κόστους είναι οριακά χαμηλότερες από ό,τι τις βιώνουν τα φτωχότερα νοικοκυριά.
Υπάρχουν και άλλες διαφορές ανά περίπτωση. Τα στοιχεία δείχνουν πως τα μεγάλα νοικοκυριά ξοδεύουν κατά μέσο όρο μικρότερο μερίδιο του εισοδήματός τους σε ΔΕΚΟ, ενώ το ανάποδο ισχύει στους υπερήλικες ή όσους ζουν με επιδόματα ανεργίας. Επίσης, λόγω του υψηλότερου μεριδίου του προϋπολογισμού τους που διατίθεται στα τρόφιμα και σε μικρότερο βαθμό στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τα νοικοκυριά που ζουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές διαπιστώθηκε ότι αντιμετωπίζουν υψηλότερο πραγματικό πληθωρισμό.
Το ΔΝΤ με τον «εξειδικευμένο» αυτόν πληθωρισμό ανά ομάδα πληθυσμού προτείνει εξειδικευμένη παροχή κρατικής στήριξης. Οι αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το εισόδημα και τον πληθωρισμό σε επίπεδο νοικοκυριού, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον εντοπισμό των τρωτών σημείων στα μέτρα στήριξης και να οδηγήσουν σε αποτελεσματικές παρεμβάσεις πολιτικής.