Η ισχυρή εξασθένιση των προσδοκιών στις Κατασκευές, αποκλειστικά λόγω των Ιδιωτικών έργων αλλά και η νέα υποχώρηση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης οδήγησαν στη νέα μείωση του δείκτη οικονομικού κλίματος, ο οποίος διαμορφώθηκε στις 104,8 μονάδες τον Φεβρουάριο από τις 107,2 μονάδες τον Ιανουάριο, καταγράφοντας τη χαμηλότερη επίδοση των τελευταίων 14 μηνών.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το τελευταίο διάστημα υπάρχουν έντονες αβεβαιότητες στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον που επηρεάζουν επιμέρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας με διάφορους τρόπους, μέσω της ζήτησης όπως και του κόστους χρηματοδότησης, ενέργειας και πρώτων υλών. Αυτές πιέζουν τις παραγγελίες από το εξωτερικό και τις αναμενόμενες πωλήσεις για ορισμένους από τους εξωστρεφείς κλάδους και καθιστούν τις προσδοκίες σχετικά ευμετάβλητες.
Όπως σχολιάζει το ΙΟΒΕ στην έρευνα οικονομικής συγκυρίας για τον Φεβρουάριο, στον επιχειρηματικό τομέα κατά το τελευταίο διάστημα υπάρχει τάση συγκρατημένης αισιοδοξίας. Στα νοικοκυριά όμως, παρά την μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η πίεση στα πραγματικά εισοδήματα από το υψηλό επίπεδο τιμών παραμένει και έτσι οι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν για έναν ακόμη μήνα οι πιο απαισιόδοξοι σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι προσδοκίες των καταναλωτών φαίνεται να είναι λιγότερο θετικές σε σχέση με τις αντίστοιχες επιχειρηματικές, αν και η σταδιακή μείωση της ανεργίας επιτρέπει σε μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας να έχει νέα εισοδήματα που αντισταθμίζουν τις απώλειες της αγοραστικής δύναμης λόγω πληθωρισμού. Συνολικά, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η εξέλιξη του οικονομικού κλίματος θα εξαρτηθεί από τις επιδόσεις της οικονομίας βραχυχρόνια, αλλά κυρίως από το εάν δημιουργούνται συνθήκες σταθερής αναπτυξιακής πορείας της μεσοπρόθεσμα.
Οι βασικές παρατηρήσεις ανά κλάδο έχουν ως εξής:
Στη Βιομηχανία, το αρνητικό ισοζύγιο των εκτιμήσεων για τις παραγγελίες και τη ζήτηση ενισχύθηκε, οι εκτιμήσεις για τα αποθέματα κλιμακώθηκαν ενώ οι θετικές προβλέψεις για την παραγωγή τους προσεχείς μήνες βελτιώθηκαν σημαντικά.
Στις Κατασκευές, οι θετικές προβλέψεις για πρόγραμμα εργασιών των επιχειρήσεων στράφηκαν αρνητικές, ενώ παράλληλα οι θετικές προβλέψεις για την απασχόληση περιορίστηκαν ήπια.
Στο Λιανικό Εμπόριο, οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις υποχωρούν οριακά, με το ύψος των αποθεμάτων να κλιμακώνεται ελαφρά, ενώ οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη των πωλήσεων ενισχύονται σημαντικά.
Στις Υπηρεσίες, οι θετικές εκτιμήσεις για την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων ενισχύθηκαν αισθητά, όπως και εκείνες για τη ζήτηση, ενώ αντίστοιχα κινούνται οι προβλέψεις για τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη της ζήτησης οι οποίες βελτιώνονται σημαντικά.
Στην Καταναλωτική Εμπιστοσύνη, οι αρνητικές προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική κατάσταση της χώρας περιορίστηκαν οριακά, ενώ οι αντίστοιχες για τη δική τους οικονομική κατάσταση ενισχύθηκαν ήπια. Παράλληλα, εξασθένισαν έντονα οι προβλέψεις για μείζονες αγορές και υποχώρησε η πρόθεση για αποταμίευση.
Μικρή επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης
Ειδικότερα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης εξασθένισε ελαφρά τον Φεβρουάριο και διαμορφώθηκε στις -47,2 μονάδες, έναντι -46,3 μονάδες τον Ιανουαρίου, υποχωρώντας στα επίπεδα του Φεβρουαρίου του 2023. Παρά τη μικρή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού η πίεση παραμένει, ενώ η παρατεταμένη καλοκαιρία και τον μήνα Φεβρουάριο στο μεγαλύτερο μέρος του μήνα, συνεχίζει να αμβλύνει την επίπτωση του ενεργειακού κόστους. Όπως φαίνεται η ισχυρή άνοδος των επιτοκίων δεν έχει ακόμη μειώσει αποτελεσματικά τον πληθωρισμό ο οποίος αναμένεται να παραμείνει πρόβλημα και το επόμενο διάστημα.
Τον προηγούμενο μήνα οι προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών ήταν περισσότερο απαισιόδοξες, ενώ οριακά πιο αισιόδοξες ήταν οι προβλέψεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας. Παράλληλα, καταγράφεται αισθητή υποχώρηση στην πρόθεση για μείζονες αγορές και έντονη εξασθένιση της πρόθεσης για αποταμίευση.
Σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» διαμορφώθηκε στο 65%, ενώ στο 14% από 8% ενισχύθηκε το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους. Οι καταναλωτές που δήλωσαν ότι αποταμιεύουν λίγο ή πολύ αποτελούν το 15% (από 19%) του συνόλου, ενώ το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι «έχουν χρεωθεί» διαμορφώθηκε στο 7%.