Συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος των ανατιμήσεων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το 2024

Μαρίνα Φούντα
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Συνεχίζεται ο φαύλος κύκλος των ανατιμήσεων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το 2024
Αβέβαιοι οι επόμενοι μήνες για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στη σκιά των πληθωριστικών πιέσεων που εμμένουν. Μονόδρομος οι αυξήσεις τιμών για να καλυφθούν τα λειτουργικά κόστη. Τι δείχνουν τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ και πώς κινήθηκε το πρώτο τρίμηνο του έτους σύμφωνα με φορείς της αγοράς.

Σε μέτρο επιβίωσης απέναντι στις πληθωριστικές πιέσεις, που συνεχίζουν, παρότι μειωμένες, και το 2024 έχουν μετατραπεί οι ανατιμήσεις, με 1 στους 4 μικρομεσαίους του ελληνικού επιχειρείν να σχεδιάζουν αυξήσεις τιμών και το πρώτο εξάμηνο του 2024 για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία.

Περισσότερο ευάλωτες φαίνονται δε, οι μικρές και πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, η κατάσταση των οποίων τείνει να επιδεινωθεί παρά την σταθεροποίηση ή και ελαφρά βελτίωση που σημείωσε το προηγούμενου έτος, λόγω του ρευστού περιβάλλοντος που τροφοδοτείται από την αύξηση του λειτουργικού κόστους, από τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών κι από την έλλειψη ρευστότητας.

Το θέμα επιβεβαιώνει η πρόσφατη μελέτης της ΓΣΕΒΕΕ αλλά και φορείς της αγοράς οι οποίοι επισημαίνουν στο insider ότι «η πίεση στις εμπορικές επιχειρήσεις δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια ευελιξίας στις τιμές», με ότι αυτό συνεπάγεται για τον καταναλωτή.

Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με την τελευταία εξαμηνιαία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, που είδε χθες το φως της δημοσιότητας, το 24,7% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων σκοπεύει να αυξήσει τις τιμές του εντός του πρώτου εξαμήνου του 2024 ενώ ένα 72% περίπου σχεδιάζει να τις διατηρήσει στα σημερινά, αυξημένα από το παρελθόν επίπεδα. Στον αντίποδα μόλις ένα 3% των μικρομεσαίων δηλώνει ότι σχεδιάζει μείωση τιμών.

Το κύμα προβλέπεται να είναι εντονότερο στις εμπορικές επιχειρήσεις με σχεδόν 1 στις 3 (30,8%) να εκτιμά ότι θα προχωρήσει σε αύξηση τιμών και έναντι 1 στις 5 επιχειρήσεις στους τομείς της μεταποίησης (20,5%) και των υπηρεσιών (21,3%) που σχεδιάζουν αυξήσεις.

Ο φαύλος κύκλος της υπερχρέωσης

«Η πίεση για τις εμπορικές επιχειρήσεις, ιδίως τις πιο μικρές, ολοένα και εντείνεται, στη σκιά της αύξησης του λειτουργικού κόστους. Υπάρχει πίεση στις τιμές χονδρικής, ενώ τα μεταφορικά κόστη παραμένουν υψηλά. Για τις περισσότερες δε επιχειρήσεις τα αποθέματα έχουν τελειώσει και η επανατροφοδότηση γίνεται με υψηλότερες τιμές», σχολιάζει στο insider.gr ο αντιπρόεδρος της ΕΣΕΕ και πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς, Θεόδωρος Καπράλος.

«Η πίεση αυτή δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για ευελιξία στις τιμές, καθώς ήδη ο κλάδος του εμπορίου έχει απορροφήσει ότι ήταν δυνατό να απορροφηθεί από πλευράς κόστους», προσθέτει, διευκρινίζοντας μάλιστα πως η πίεση είναι έντονη σε όλους τους κλάδους του εμπορίου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένουν. Συγκεκριμένα, 1 στις 2 επιχειρήσεις δήλωσε ότι έχει μηδενικά ρευστά διαθέσιμα (25,5%) ή διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα (25,1%). Επιπλέον, το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες-ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις παραμένει ακόμα ιδιαίτερα υψηλό (30,6%). Για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προβλήματα ρευστότητας είναι εντονότερα και, αντιστρόφως, ασθενέστερη η δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης.

Πέρα από τις μικρότερες με βάση τον κύκλο εργασιών επιχειρήσεις πολύ σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι επιχειρήσεις εστίασης, όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα, ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα, ανέρχεται στο 61,3%. Συγκεκριμένα βάσει της έρευνας το 30,7% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ενώ ένα 30% έχει ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα.

Απογοητευτική η ζήτηση το πρώτο τρίμηνο του 2024

Την δύσκολη συνθήκη ενισχύει και η υποτονική ζήτηση που καταγράφεται αρχής γενομένης του 2024. Σύμφωνα με τον κ. Καπράλο, όλη η αγορά είναι υποτονική, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2024 χαρακτηρίζεται «από απογοητευτικό έως εφιαλτικό για τις επιχειρήσεις», ιδίως για τις μικρότερες. Παρ’ όλα αυτά, οι αυξήσεις τιμών στις οποίες αναμένεται να προχωρήσουν θα είναι μικρότερες από εκείνες που πραγματικά χρειάζεται το εμπόριο.

Θα έρθουν όμως σε μια περίοδο που η κόπωση των καταναλωτών από τις συνεχείς αυξήσεις των τιμών είναι πλέον γεγονός, ενώ τα κυβερνητικά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί για την ανάσχεση της ακρίβειας θέλουν ακόμη χρόνο για να αποδώσουν.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, την διετία 2022-2023 καταγράφηκαν διαδοχικές αυξήσεις τιμών, στις οποίες κλήθηκαν να ανταποκριθούν οι καταναλωτές. Μετά το ιστορικό ρεκόρ του 59,2% των επιχειρήσεων που αύξησε τις τιμές του το πρώτο εξάμηνο του 2022, το ποσοστό που δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές υποχώρησε μεν το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αλλά παρέμεινε στο 49,1%. Η τάση συνεχίστηκε και το 2023 με το ποσόστό των επιχειρήσεων που προχώρησαν σε ανατιμήσεις να υποχωρεί στο 43,3% το πρώτο εξάμηνο του 2023 και στο 33,2% το β΄εξάμηνο του 2023, με μόλις όμως ένα 6,7% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι μείωσε τις τιμές του έναντι 58,6% που τις διατήρησε στα ίδια μεν, υψηλά δε, επίπεδα. Το ποσοστό όσων προχωρούν σε ανατιμήσεις είναι μεν μειωμένο σε σχέση με τις προηγούμενες έρευνες, παραμένει όμως εξαιρετικά υψηλό, επισημαίνει και η ΓΣΕΒΕΕ.

Σε στενωπό εμπόριο και εστίαση

Στον φαύλο κύκλο των ανατιμήσεων που προκύπτει από την οικονομική συγκυρία και επιβαρύνει τους καταναλωτές χωρίς να ενισχύει την ζήτηση, έχει μπει το εμπόριο και η εστίαση.

Με βάση τα ευρήματα της έρευνας μεσοσταθμικά, το δεύτερο εξάμηνο του 2023 οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αύξησαν τις τιμές τους κατά 3,9%, ενώ σε κλαδικό επίπεδο καταγράφηκαν σαφώς μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους τομείς των υπηρεσιών (26,4%) και της μεταποίησης (32,4%), σε σχέση με τις εμπορικές επιχειρήσεις (40,7%).

Η αύξηση όμως φαίνεται να έρχεται ως απάντηση στο αυξημένο λειτουργικό κόστος που αντιμετωπίζουν. Σύμφωνα με επιμέρους στοιχεία, σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι το κόστος λειτουργίας τους αυξήθηκε. Μεσοσταθμικά, για αυτές τις επιχειρήσεις το κόστος λειτουργίας αυξήθηκε κατά 35%. Παρότι δε ανά τομέα το λειτουργικό κόστος των εμπορικών επιχειρήσεων αυξήθηκε στη μεταποίηση κατά 39,2% και στις υπηρεσίες κατά 33,1% στις επιχειρήσεις εστίασης η αύξηση έφτασε μεσοσταθμικά το 46%.

Και μπορεί ο κλάδος της εστίασης να έχει αφήσει πίσω του τις «μαύρες» μέρες της πανδημίας με τα κλειστά καταστήματα και τους ασφυκτικούς περιορισμούς, ωστόσο τα μεγάλα προβλήματα παραμένουν, με την ανησυχία των επιχειρηματιών να είναι διάχυτη. Οι τιμές των πρώτων υλών εξακολουθούν να κινούνται στα ύψη, ενώ την ίδια ώρα το ζήτημα της ενέργειας συνεχίζει να απασχολεί τους καταστηματάρχες.

«Μπορεί οι τιμές της ενέργειας να έχουν εισέλθει σε τροχιά αποκλιμάκωσης, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι έχουν παγιωθεί σε αρκετά υψηλά επίπεδα», δήλωνε πρόσφατα στο insider.gr o πρόεδρος της Ένωσης Εστιατορίων και Συναφών Αττικής και γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατόρων και Συναφών Επαγγελμάτων (ΠΟΕΣΕ), Γιάννης Δαβερώνης, ενώ αναφερόμενος στις τιμές των πρώτων υλών έκανε λόγο για ένα μεγάλο «αγκάθι» για τον κλάδο.

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

Διαβάστε ακόμη

ΓΣΕΒΕΕ: Κερδοφορία, αλλά με άδεια ταμεία, έφερε το 2023 στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Ραντεβού με το... μέλλον κλείνει η εστίαση - Οι 3+1 νέες τάσεις που δίνουν τον τόνο

Σκρέκας: Οι καταναλωτές έχουν τη δύναμη, με τις επιλογές τους, να συμβάλλουν στην μείωση των τιμών

BEST OF LIQUID MEDIA

gazzetta
gazzetta reader insider insider