«Στο τραπέζι» μπαίνει δυναμικά το θέμα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, με τις φωνές για μεταρρυθμίσεις να αυξάνονται από όλες τις πλευρές εάν η Ευρώπη θέλει να επιβιώσει μέσα στο σημερινό πολυμερές οικονομικό περιβάλλον. Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ενρίκο Λέτα, θα παρουσιάσει στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, Τετάρτη και Πέμπτη στις Βρυξέλλες, την έκθεση που έχει προετοιμάσει αναφορικά με τους τρόπους ενίσχυσης της οικονομίας και του επιχειρείν, προκειμένου το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να μπορέσει να ανταγωνιστεί πιο αποτελεσματικά τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Σύμφωνα με πληροφορίες από ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, που επικαλούνται προσχέδιο των προτάσεών του, ο Λέτα θα προτείνει στις χώρες μέλη να δημιουργήσουν ένα νέο μηχανισμό για την χρηματοδότηση επενδυτικών διασυνοριακων σχεδίων εντός της ΕΕ, μαζί με την επιλογή να γίνουν τροποποιήσεις στους αυστηρούς κανόνες για τις κρατικές επιδοτήσεις, δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις υπολείπονται έναντι των διεθνών ανταγωνιστών τους.
Αυτό που ουσιαστικά προτείνει ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας είναι η δημιουργία ενός νέου μηχανισμού συνεισφοράς κρατικής βοήθειας, που απαιτεί από τις εθνικές κυβερνήσεις να αφιερώνουν μέρος της εθνικής τους χρηματοδότησης σε πανευρωπαϊκές επενδύσεις. Προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από το εξωτερικό, ορισμένες κυβερνήσεις πιέζουν εδώ και καιρό για περισσότερα κεφάλαια σε επίπεδο ΕΕ προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι χώρες θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση.
Γιατί είναι αναγκαία η περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση
Ο Λέτα θεωρεί ότι η περαιτέρω ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι θέμα επιβίωσης της ΕΕ στην παγκόσμια οικονομία. «Το θέμα είναι ότι σε αυτόν το νέο κόσμο είμαστε υπερβολικά μικροί. Εάν δεν ενοποιηθούμε περαιτέρω, θα συνεχίσουμε να φθίνουμε. Η απραξία σημαίνει φθορά», είπε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζονας την ανάγκη ενοποίησης των αγορών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ενέργειας και τηλεπικοινωνιών. Ο Λέτα προειδοποιεί ότι μία πιθανή δεύτερη θητεία Τραμπ θα απαιτούσε από την ΕΕ πολύ πιο τολμηρά βήματα ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της εσωτερικής αγοράς της. «Οι ΗΠΑ αξιοποιούν πλήρως τις δυναμικές της ενιαίας αγοράς τους. Εμείς όμως όχι», αναφέρει.
Η οικονομία της ΕΕ συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο, εκπροσωπώντας μόλις το 13,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ συγκριτικά με άνω του 20% που κατείχε το 1993, όταν δημιουργήθηκε η ενιαία αγορά. Η οικονομία ων 440 εκατ. καταναλωτών της ΕΕ έχει υποσκελιστεί σήμερα από τις ΗΠΑ και την Κίνα, με την Ινδία να πλησιάζει επικίνδυνα. Τα χθεσινά στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή της ΕΕ έδειξαν πτώση 6,4% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση, παρότι σε μηνιαία βάση σημείωσε ανάκαμψη 0,8%, πολύ μικρή για να προσφέρει στήριγμα στην οικονομία στην αρχή του έτους.
Για το λόγο αυτό, ο Λέτα θα χρησιμοποιήσει την έκθεσή του για να δείξει στις Βρυξέλλες ότι θα πρέπει να προωθήσουν τα επόμενα πέντε έτη την ενοποίηση των εθνικών αγορών για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, την ενέργεια και τις τηλεπικοινωνίες. Θα ζητήσει επίσης και την αλλαγή των κανόνων για τις συγχωνεύσεις ούτως ώστε να ανοίξουν το δρόμο για μεγαλύτερο συγκεντρωτισμό στις αγορές. «Εάν δεν είσαι σε θέση να ενοποιήσεις την ενιαία αγορά για την ενέργεια, τα χρηματοοικονομικά και τις τηλεπικοινωνίες, δεν έχεις καμία οικονομική ασφάλεια», τόνισε, εξηγώντας ότι η ενοποίηση σε αυτούς τους τομείς θα μπορούσαν να ξεκλειδώσουν περισσότερα ιδιωτικά κεφάλαια για την χρηματοδότηση των προτεραιοτήτων της Ευρώπης, που είναι η πράσινη οικονομία και η ψηφιοποίηση, η διεύρυνση της Ε.Ε. με νέα μέλη και η ενίσχυση των αμυντικών δαπανών.
Η χρηματοδοτικές ανάγκες για μία πιο πράσινη ευρωπαϊκή οικονομία εκτιμώνται σε 500 δισ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος θα παρουσιάσει ξεχωριστή έκθεση για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης μετά τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου. «Εάν δεν βρούμε τρόπους να χρησιμοποιήσουμε ιδιωτικά κεφάλαια, αυτές οι ανάγκες δεν θα καλυφθούν», σημείωσε ο Λέτα.
Τα πολλά μέτωπα χρηματοδότησης
Οι παραπάνω προτάσεις συνδέονται και με την «κουβέντα» για το τι θα γίνει μετά το 2026 για το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), μία συζήτηση με πολλές πτυχές που αρχίζουν να ξεδιπλώνονται. Γιατί, περιλαμβάνει και τους στόχους για κοινή αμυντική πολιτική, για τη χρηματοδότηση της ενοποίησης της κεφαλαιαγοράς, της ενεργειακής κρίσης και της «ψαλίδας» στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ των εταιρειών σε ΕΕ και ΗΠΑ ή των πιθανών κινδύνων κατακερματισμού του εμπορίου και άλλων «απειλών».
Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ είχαν κεντρικό θέμα το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF) που μπορεί να δώσει στην Ελλάδα 36 δισ. ευρώ έως και το 2026 (επιδοτήσεις και δάνεια) και, σύμφωνα με πηγές του ΥΠΕΘΟ, η συζήτηση στράφηκε όχι μόνο στο πώς θα διασφαλισθεί η ροή των χρημάτων (με επίκεντρο παρεμβάσεις ευελιξίας), αλλά και στο... μέλλον, στο τι θα γίνει δηλαδή μετά το 2026. Η συζήτηση των υπουργών επικεντρώθηκε κυρίως στον αν το πρόγραμμα αυτό θα έχει συνέχεια με ένα «RRF No2» ή εάν θα υπάρξει το «τέλος» το 2027, αναφέρουν οι ίδιες πηγές.
Σχέδια για ESM χωρίς μνημόνια
Οι συζητήσεις συνδέονται όμως και με το σχέδιο για ESM. Αμέσως μετά τις ευρωεκλογές θα πρέπει να συζητηθεί σοβαρά το ζήτημα της επόμενης μέρας του Ταμείου Ανάκαμψης. Προφανώς και τα κράτη- μέλη έχουν αρχίσει να τοποθετούνται αναφορικά με την τύχη του Ταμείου για το οποίο έχει προβλεφθεί «νομικός θάνατος» το 2026. Μία τέτοια συζήτηση έγινε και στην πρόσφατη συνεδρίαση των Υπουργών Οικονομικών της ΕΕ. Ωστόσο, το θέμα είναι αρκετά ευρύτερο. Δεν περιορίζεται στο Ταμείο Ανάκαμψης. Για την ακρίβεια, όλοι οι μηχανισμοί χρηματοδότησης ή -πολύ περισσότερο τα υπάρχοντα και δυνητικά κεφάλαια- μπαίνουν για τα καλά στη συζήτηση. Έτσι, στην ατζέντα μπήκε και ο ESM.
Έτσι, σημαντικά κέντρα προωθούν μία συζήτηση που αφορά την εκμετάλλευση κεφαλαίων του τα οποία δυνητικά φτάνουν έως και 1 τρισ. ευρώ. Το μήνυμα που εκπέμπεται από κάποιες πρωτεύουσες προς τις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο είναι ότι πολλοί θα ήθελαν να ελέγξουν το Μηχανισμό, χωρίς… να ρωτήσουν τον Μηχανισμό. Εύλογα, η συζήτηση απέκτησε ενδιαφέρον και οικονομολόγοι και δικηγόροι του ESM έπιασαν δουλειά. Οι πρώτοι εξετάζουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της ΕΕ στα επόμενα χρόνια και τους τρόπους με τους οποίους ο Οργανισμός του Λουξεμβούργου μπορεί να διατηρήσει την αίγλη του. Οι δεύτεροι εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους τα δάνεια δε θα συνδέονται με μνημόνια.