Τη συμβολή των υπηρεσιών και των τροφίμων στην συντήρηση του υψηλού πληθωρισμού εξετάζει η τελευταία έκθεση της Alpha Bank για την ελληνική οικονομία. Όπως προκύπτει, οι αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών και των τροφίμων αποτελούν τους βασικούς παράγοντες του πληθωρισμού τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2024.
Πιο αναλυτικά, από τις αρχές του έτους, οι αυξήσεις στις τιμές των υπηρεσιών σε ετήσια βάση έχουν επιβραδυνθεί σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες πέρυσι, έχοντας ωστόσο τη μεγαλύτερη συμβολή στον πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο οι τιμές των υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 3,7% σε ετήσια βάση, έναντι 6,8% τον Απρίλιο του 2023 και η συμβολή τους στην άνοδο του ΕνΔΤΚ ανήλθε σε 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κατέγραψαν σημαντική αύξηση και σε μηνιαία βάση, η οποία διαμορφώθηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο σε 1,6%.
Επιπρόσθετα, οι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν να αυξάνονται, αν και με φθίνοντα ρυθμό. Η συμβολή τους στην άνοδο του γενικού επιπέδου τιμών διαμορφώθηκε από 1,8 π.μ. τον Ιανουάριο, σε 1,2 π.μ. τον Απρίλιο. Από τις επιμέρους κατηγορίες, τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα καταγράφουν υψηλότερες αυξήσεις τιμών (9%, το πρώτο τρίμηνο), γεγονός που πιθανά συνδέεται με τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, περιφέρεια η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική για την αγροτική παραγωγή της χώρας. Ο ρυθμός ανόδου των τιμών των μη επεξεργασμένων τροφίμων, ωστόσο, έχει υποχωρήσει σε σχέση με το δεύτερο μισό του 2023, διάστημα κατά το οποίο ξεπερνούσε το 10%. Οι τιμές των επεξεργασμένων τροφίμων αυξήθηκαν κατά 4,6% το πρώτο τρίμηνο, σε ετήσια βάση, από 13,2% το ίδιο διάστημα πέρυσι. Η συμβολή της ανόδου των τιμών τους, ωστόσο, στον πληθωρισμό, ήταν υψηλότερη σε σύγκριση με τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, καθώς η στάθμισή τους στον ΕνΔΤΚ είναι μεγαλύτερη.
Από τις επιμέρους κατηγορίες, τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα καταγράφουν υψηλότερες αυξήσεις τιμών (9%, το πρώτο τρίμηνο), γεγονός που πιθανά συνδέεται με τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, περιφέρεια η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική για την αγροτική παραγωγή της χώρας. Ο ρυθμός ανόδου των τιμών των μη επεξεργασμένων τροφίμων, ωστόσο, έχει υποχωρήσει σε σχέση με το δεύτερο μισό του 2023, διάστημα κατά το οποίο ξεπερνούσε το 10%. Οι τιμές των επεξεργασμένων τροφίμων αυξήθηκαν κατά 4,6% το πρώτο τρίμηνο, σε ετήσια βάση, από 13,2% το ίδιο διάστημα πέρυσι. Η συμβολή της ανόδου των τιμών τους, ωστόσο, στον πληθωρισμό, ήταν υψηλότερη σε σύγκριση με τα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, καθώς η στάθμισή τους στον ΕνΔΤΚ είναι μεγαλύτερη.
Όπως φαίνεται από τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) παραμένει σε γενικές γραμμές σταθερός από την αρχή του έτους, στην περιοχή του 3,2% σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο διαμορφώθηκε σε 3,2% έναντι 3,4% τον Μάρτιο, 3,1% τον Φεβρουάριο και 3,2% τον Ιανουάριο. Η μειωτική επίδραση των τιμών της ενέργειας έχει σταδιακά εξαλειφθεί, ενώ παραμένουν οι πληθωριστικές πιέσεις -αν και ηπιότερες σε σύγκριση με την περυσινή χρονιά- στις τιμές των υπηρεσιών και των τροφίμων, πρωτίστως των μη επεξεργασμένων. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις , το επίπεδο των τιμών αναμένεται να καταγράψει περαιτέρω αποκλιμάκωση τους επόμενους μήνες του έτους, με τον πληθωρισμό να διαμορφώνεται μεταξύ 2,6%-3% κατά μέσο όρο το 2024 και 2%-2,3% το 2025. Σε συνδυασμό με τον υψηλότερο, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο, ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης που αναμένεται να επιτευχθεί, διαφαίνεται η οριστική αποφυγή του κινδύνου στασιμοπληθωρισμού, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι δεν θα υπάρξει κάποιο εξωγενές γεωπολιτικό shock με ισχυρές επιδράσεις στο κόστος της ενέργειας και τις εφοδιαστικές αλυσίδες.
Η συμβολή των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων (εξαιρουμένης της ενέργειας) στον συνολικό πληθωρισμό ανήλθε σε μόλις 0,4 π.μ. τον προηγούμενο μήνα, ενώ των τιμών της ενέργειας ήταν οριακά αρνητική (-0,1 π.μ.). Αναφορικά με το τελευταίο, σημειώνεται ότι έχουν σχεδόν μηδενιστεί οι αρνητικές επιδράσεις των τιμών της ενέργειας που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2023, καθώς η πτώση τους τον Απρίλιο ήταν ίση με 1,4%, ενώ τον ίδιο μήνα πέρυσι ήταν αντίστοιχα 18%. Οι τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού συνέχισαν να υποχωρούν το πρώτο τρίμηνο του έτους (κατά 46% και 2%, αντίστοιχα).
Από την άλλη πλευρά, η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης έχει καταγράψει σημαντική άνοδο τους τελευταίους μήνες, αντανακλώντας, μεταξύ άλλων, την αβεβαιότητα εξαιτίας των γεωπολιτικών εντάσεων στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας, αλλά και μεταξύ Ισραήλ και Ιράν τον περασμένο μήνα. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου ωστόσο, η τιμή του πετρελαίου Brent ήταν ελαφρώς μειωμένη σε σύγκριση με τον Απρίλιο.
Σε ό,τι αφορά στις επιμέρους κατηγορίες προϊόντων, το πρώτο τρίμηνο του 2024, τα αγαθά των οποίων οι τιμές κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση ήταν τα έλαια και λίπη (40%), τα φρούτα (13%), το μεταλλικό νερό, τα αναψυκτικά και οι χυμοί φρούτων (12,3%), τα προϊόντα για κατοικίδια (9,8%), τα λοιπά είδη και υλικά ένδυσης (9,2%), τα προϊόντα κήπου και άνθη/φυτά (9,2%) και τα λαχανικά (8,1%). Αντίστοιχα, οι υπηρεσίες που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη αύξηση τιμών το πρώτο τρίμηνο φέτος, ήταν η ασφάλιση υγείας (14%), οι οδοντιατρικές υπηρεσίες (7,2%), οι υπηρεσίες εστίασης (6,9%), οι επιδιορθώσεις υποδημάτων (5,6%), οι ιατρικές υπηρεσίες (5,3%), η μεταφορά επιβατών με αεροπλάνο (4,4%) και οι αθλητικές δραστηριότητες και δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου (4,3%).
Το πλέγμα πληθωρισμού και οικονομικής μεγέθυνσης
Η ενεργειακή κρίση το 2022, η κατακόρυφη άνοδος των τιμών της ενέργειας και στη συνέχεια η μετακύλιση αυτών στις τιμές άλλων κατηγοριών αγαθών και υπηρεσιών, οδήγησαν τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα το εν λόγω έτος. Ως αποτέλεσμα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άσκησε περιοριστική νομισματική πολιτική από το καλοκαίρι του 2022 και μετά, αυξάνοντας τα βασικά της επιτόκια, με σκοπό την επιβράδυνση του πληθωρισμού και την επαναφορά του στον στόχο που έχει θέσει (2% μεσοπρόθεσμα).
Ο συνδυασμός υψηλού πληθωρισμού και υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης τυπικά συνεπάγεται ότι μία οικονομία βρίσκεται σε κατάσταση «ταχείας ανάκαμψης», καθώς η υψηλή ζήτηση οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου τιμών. Η περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, από το τρίτο τρίμηνο του 2021 -όταν ξεκίνησε η ανοδική πορεία των τιμών της ενέργειας και του πληθωρισμού- μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου έτους, διαφέρει. Από τη μία πλευρά, οι έντονα θετικοί ρυθμοί ανόδου του ΑΕΠ ήταν απόρροια -πρωτίστως- της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας από την πανδημική κρίση, ενώ από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός ήταν συνδυαστικό αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης (πληθωρισμός ζήτησης) αλλά και της ενεργειακής κρίσης και των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα που επέφεραν η πανδημία και οι γεωπολιτικές εντάσεις (πληθωρισμός κόστους).
Η περιοριστική νομισματική πολιτική, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών της ενέργειας κατά το περασμένο έτος αλλά και τους πρώτους μήνες του 2024, οδήγησαν σε μία «ομαλή προσγείωση», δηλαδή, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3, σε μία περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από σχετικά ήπιο πληθωρισμό και αντίστοιχα ήπιους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Βάσει των τελευταίων διαθέσιμων προβλέψεων, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε αυτήν την περιοχή τη διετία 2024-2025, με το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμό περί του 2,5% (Πρόγραμμα Σταθερότητας 2024, Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών) και τον πληθωρισμό να προσεγγίζει σταδιακά το 2%.