Μπορεί οι νέοι δασμοί που επέβαλαν οι ΗΠΑ αυτόν τον μήνα στις κινεζικές εισαγωγές να έχουν ελάχιστο άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στις δύο χώρες, ωστόσο δεν αποκλείεται να επηρεάσουν σημαντικά το παγκόσμιο εμπόριο στρέφοντας το focus της κινεζικής κυβέρνησης στην τεράστια αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με ανάλυση της Alpha Bank.
Υπενθυμίζεται ότι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν στα μέσα Μάϊου, ανακοίνωσε νέους δασμούς στις
εισαγωγές από την Κίνα. Οι πρόσθετοι δασμοί, συμπεριλαμβανομένων αυτών που επιβλήθηκαν από τον προκάτοχό του, κ. Ντόναλντ Τραμπ, αφορούν εισαγωγές από την Κίνα σε διάφορους κλάδους και προϊόντα, εστιάζοντας, κυρίως, σε αυτά που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση, όπως τους ημιαγωγούς, τα φωτοβολταϊκά, τις ηλεκτρικές μπαταρίες οχημάτων και τα ηλεκτρικά οχήματα. Σύμφωνα με την Alpha Bank, τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα υπόκεινται, ήδη, σε υψηλούς δασμούς, επομένως οι εισαγωγές (σε όρους αξίας) από την Κίνα που αφορούν στους νέους δασμούς είναι περιορισμένες περίπου σε $18 δισ., ποσό το οποίο δεν αποτελεί σημαντικό μέγεθος για τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας. Το ερώτημα που ανακύπτει, τώρα, είναι αν αυτή η κίνηση των ΗΠΑ μπορεί να έχει επιπτώσεις και να επισπεύσει την εκκρεμή απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σχετικά με τους δασμούς από δικής της πλευράς, στην Κίνα.
Αρχικά, οι αναλυτές εκτιμούν, ότι ο άμεσος οικονομικός αντίκτυπος των δασμών θα είναι ελάχιστος σε μακροοικονομικό επίπεδο και στις δύο χώρες. Όπως προαναφέρθηκε, τα $18 δισ. είναι ελάχιστα συγκριτικά με το μέγεθος των δύο οικονομιών αλλά και των εμπορικών τους συναλλαγών. Το πιο πιθανό είναι να ζημιωθούν ορισμένες κινεζικές εταιρείες και εισαγωγείς στις ΗΠΑ, ενώ οι επιπτώσεις στους καταναλωτές, σε όρους κόστους, θα είναι περιορισμένες. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, τα αντίποινα της Κίνας ήταν μικρής κλίμακας και αφορούσαν, κυρίως, συγκεκριμένες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από τις ΗΠΑ, τα οποία, όμως, μπορούν να εισαχθούν και από άλλες χώρες. Ίσως, η πιο ανησυχητική επίπτωση είναι η περαιτέρω κλιμάκωση των πολιτικών εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας.
Επιπλέον, η επιβολή των επιπρόσθετων δασμών επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να συμμορφωθούν πλήρως με τους κανόνες ανταγωνισμού του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Οι παραπάνω εξελίξεις αυξάνουν την αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι πιθανό να έχουν αρνητική επίδραση στο διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις, ειδικότερα στην τρέχουσα φάση που οι γεωπολιτικές εξελίξεις διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στο παγκόσμιο εμπόριο. Η χρονική στιγμή που αποφασίστηκε να ανακοινωθούν οι επιπρόσθετοι δασμοί, ενδεχομένως, να συνδέεται άμεσα με την επερχόμενη εκλογική διαδικασία και τη δύναμη των συνδικάτων στην αυτοκινητοβιομηχανία, αφού αυτοί οι δασμοί εστιάζουν, κυρίως, στα ηλεκτροκίνητα οχήματα και τις μπαταρίες.
Απώτερος σκοπός αυτών των δασμών είναι να καταστήσουν ακριβότερες τις κινεζικές τεχνολογίες καθαρής ενέργειας και να δώσουν χρονικό περιθώριο στις αμερικανικές βιομηχανίες να ανταγωνιστούν την κινεζική αγορά («Rippling out: Biden’s tariffs on Chinese electric vehicles and their impact on Europe», Bruegel, Μάϊος 2024).
Η κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας μπορεί να επηρεάσει το παγκόσμιο εμπόριο και ειδικότερα την Ευρώπη, ως έναν βαθμό. Με τα σημερινά δεδομένα, η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαφέρει από την αντίστοιχη των ΗΠΑ, καθώς συμβαδίζει περισσότερο με τους κανόνες του ΠΟΕ.
Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει έρευνα για τα επιδοτούμενα ηλεκτρικά αυτοκίνητα από την Κίνα, θέλοντας να προστατεύσει τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες. Η αύξηση των δασμών φαίνεται να είναι το πιθανότερο σενάριο και για την ΕΕ, όμως, θα προέλθει μετά από εκτεταμένη συζήτηση και ενδελεχή ανάλυση των δεδομένων και χωρίς βιασύνη.
Βέβαια, οι πολύ υψηλοί δασμοί στις ΗΠΑ ασκούν σημαντική πίεση στις ευρωπαϊκές χώρες να επιταχύνουν τις διαδικασίες. Ενδεχομένως, η κινεζική κυβέρνηση, αποκομμένη, σε μεγάλο βαθμό, από την αγορά των ΗΠΑ, να επιδιώξει να επικεντρωθεί στην τεράστια αγορά της ΕΕ, όσον αφορά στις εξαγωγές της π.χ. ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Μία τέτοια εξέλιξη έχει τη σημασία της, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι το μερίδιο των εξαγωγών κινεζικών αγαθών προς την ΕΕ, όπως τα ηλεκτροκίνητα οχήματα και οι μπαταρίες, συνεχώς αυξάνεται.
Σύμφωνα με τη μελέτη «US tariffs imposed have little impact on EU-China trade» του Kiel Institute (Μάϊος 2024), το 2023, η Κίνα πώλησε στην ΕΕ σχεδόν 500.000 οχήματα, περισσότερα από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στο 1/3 των ηλεκτρικών αυτοκινήτων που εξήγαγε η Κίνα, το οποίο ανήλθε σε περίπου 1,5 εκατ. οχήματα.
Ωστόσο, οι δασμοί που επιβλήθηκαν πρόσφατα από την αμερικανική κυβέρνηση στις εισαγωγές από την Κίνα, και δη στα ηλεκτροκίνητα οχήματα, είναι απίθανο να έχουν αρνητικές εμπορικές συνέπειες στην Ευρώπη. Και τούτο επειδή ο αριθμός των ηλεκτροκίνητων οχημάτων που εισάγονται στις ΗΠΑ από την Κίνα είναι τόσο μικρός, μόνο 12.000 ετησίως, που η πιθανή ανακατεύθυνση προς άλλες αγορές, όπως ο Καναδάς, το Μεξικό, η ΕΕ, η Ιαπωνία, η Ινδία κ.ά., είναι πρακτικά αμελητέα.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι με βάση τις παραπάνω εξελίξεις, οι ΗΠΑ, τα τελευταία έτη, επιδιώκουν να μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, ιδιαίτερα σε ένα εκλογικό έτος, που η ενίσχυση της αμερικανικής επιρροής στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και η απεξάρτηση από τα κινεζικά αγαθά θα ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους Αμερικανούς ψηφοφόρους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη οφείλει να παρακολουθεί στενά τις εμπορικές πολιτικές των άλλων χωρών και αν αυτές υπερβαίνουν τα όρια του αθέμιτου ανταγωνισμού: εν προκειμένω τη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ και την πολιτική επιδοτήσεων στην Κίνα, που της επιτρέπει να κατασκευάζει φθηνά ηλεκτρικά οχήματα και να τα πουλά σε άλλες χώρες.
Όμως, η Κίνα αποτελεί έναν σημαντικό εμπορικό εταίρο για την Ευρώπη και επομένως, η αντίδρασή της θα πρέπει να είναι προσεκτική και μελετημένη, επιδιώκοντας μία εποικοδομητική σχέση με την Κίνα, τόσο για οικονομικούς, όσο και για γεωπολιτικούς λόγους. Ειδικότερα, σήμερα, που η Ευρώπη προσπαθεί να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μία δίκαιη εμπορική στρατηγική, προς όφελος των αυτοκινητοβιομηχανιών της και των Ευρωπαίων καταναλωτών και να επισπεύσει την πράσινη μετάβαση.