Την ανάγκη ενίσχυσης των μεταρρυθμίσεων κυρίως στο δημόσιο τομέα και τη δικαιοσύνη που θα ενισχύσουν την «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα» της ελληνικής οικονομίας τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση νομισματικής πολιτικής, καθώς η «ανταγωνιστικότητα τιμών», δηλαδή το χαμηλό κόστος, δέχεται πλήγματα τόσο από την αύξηση των μισθών όσο και από την ενίσχυση του ευρώ.
Όπως φαίνεται από την ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρα μας δέχθηκε το 2023 και τους πρώτους μήνες του 2024 νέο πλήγμα, μετά από την βελτίωση που κατέγραψε τα προηγούμενα χρόνια, κυρίως ως προς τις τιμές λόγω της ανατίμησης του ευρώ που επηρέασε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Την ίδια στιγμή πάντως το επιχειρηματικό περιβάλλον αν και βελτιώνεται εξακολουθεί να παραμένει λιγότερο ελκυστικό από ό,τι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η ΤτΕ η ανταγωνιστικότητα τιμών της ελληνικής και άλλων οικονομιών της ζώνης του ευρώ επηρεάστηκε αρνητικά από την ανατίμηση του ευρώ, η οποία υπήρξε εκτεταμένη και εν μέρει τροφοδοτήθηκε από την ταχεία αύξηση των βασικών επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ και το βαθμιαίο περιορισμό της επιτοκιακής διαφοράς έναντι των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τους εθνικούς εναρμονισμένους δείκτες ανταγωνιστικότητας τους οποίους καταρτίζει η ΕΚΤ (ΕνΔΑ-HCIs) τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, το 2023 παρατηρήθηκε γενικευμένη επιδείνωση σε όλους τους δείκτες με ευρύτερη κάλυψη εμπορικών εταίρων. Στους δείκτες έναντι των εμπορικών εταίρων εντός της ζώνης του ευρώ όμως, όπου δεν υφίσταται η επίδραση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδος εξακολούθησε να βελτιώνεται το 2023.
Οι εκτιμήσεις για το 2024
Όσον αφορά τις εκτιμήσεις για το 2024 συνολικά, σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωσυστήματος, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,8% στην Ελλάδα και κατά 2,5% στη ζώνη του ευρώ. Ταυτόχρονα, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας αναμένεται ότι θα αυξηθεί κατά 3,0% στην Ελλάδα, έναντι 4,1% στη ζώνη του ευρώ. Επομένως, για το 2024 αναμένεται μικρή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος εντός της ζώνης του ευρώ ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αλλά μικρή υποχώρηση ως προς τις τιμές.
Την ίδια στιγμή όμως σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος σε σύνθετους δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα το 2023 -μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την περίοδο 2020- 2022- και βελτίωση το 2024. Ωστόσο, η χώρα εξακολουθεί να κατατάσσεται ακόμη σχετικά χαμηλά.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, επενδύσεις με υψηλό τεχνολογικό περιεχόμενο, για παράδειγμα στον κλάδο των φαρμάκων και στις υπηρεσίες πληροφορικής, μπορούν να δημιουργήσουν θετικές συνέργειες σε άλλους τομείς, συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Πρόοδος καταγράφεται επίσης και ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα, ως αποτέλεσμα της υλοποίησης των προγραμμάτων που χρηματοδοτούνται από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα. Παρά όμως τις μεταρρυθμίσεις και την πρόοδο, η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης (όπως στις μεταβιβάσεις ακινήτων, στην εκπόνηση χωροταξικών σχεδίων, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου) παραμένουν σε χειρότερο επίπεδο συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ.
«Η εξασφάλιση της πλήρους απορρόφησης των κατανεμημένων στην Ελλάδα κονδυλίων με επιτάχυνση της υλοποίησης των χρηματοδοτούμενων επενδύσεων, καθώς και μεταρρυθμίσεων και άλλων εμβληματικών επενδύσεων αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη και κατ’ επέκταση στη διαρθρωτική της ανταγωνιστικότητα», σημειώνει η ΤτΕ.