Μπλεγμένες στα «δίχτυα» της αβεβαιότητας παραμένουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, απόρροια των αρνητικών επιπτώσεων της πληθωριστικής κρίσης αλλά και των προβλημάτων που έχουν συσσωρευτεί από τις αλλεπάλληλες κρίσεις του πρόσφατου παρελθόντος (οικονομική, υγειονομική κλπ) και τα οποία δεν έχουν ακόμη διευθετηθεί.
Μέσα δε σε αυτό το περιβάλλον ανασφάλειας στο οποίο δραστηριοποιούνται, καλούνται να διαχειριστούν και τον ολοένα και εντεινόμενο ανταγωνισμό έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς ανοίγει διαρκώς η ψαλίδα των ανισοτήτων που διακατέχει τις δύο πλευρές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, με τίτλο «Ανταγωνισμός και Μικρές Επιχειρήσεις» για το 2023, η οποία παρουσιάστηκε το πρωί της Τετάρτης, περισσότερες από μια στις τέσσερις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς δεν έχουν καθόλου ρευστά διαθέσιμα.
- Διαβάστε ακόμη: ΓΣΕΒΕΕ: Ανοίγει η ψαλίδα των ανισοτήτων μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων - Ανεξίτηλα τα σημάδια του πληθωρισμού
Συγκεκριμένα, το 21,5% των επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση ρευστότητας, ενώ το 42,4% μείωση. Το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων φαίνεται από τα ρευστά διαθέσιμά τους, καθώς περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν έχουν (25,5%) ή έχουν το πολύ για έναν μήνα (25,1%) ταμειακά διαθέσιμα.
Η ταμειακή ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων είναι συνυφασμένη με το μέγεθός τους, καθώς οι μικρότερες επιχειρήσεις εμφανίζουν σημαντικά μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθέσιμων από ό,τι οι μεγαλύτερες.
Συγκεκριμένα, το 40% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ δήλωσαν ότι δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ το ποσοστό αυτό πέφτει όσο ανεβαίνουμε κλίμακα μεγέθους και φτάνει μόλις στο 8,2% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 ευρώ.
Το ακριβώς αντίστροφο παρατηρούμε όσον αφορά στις επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη επάρκεια ταμειακών διαθεσίμων. Συγκεκριμένα, μόνο το 5,9% των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ δήλωσαν ότι είχαν ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν για περισσότερο από 6 μήνες, ενώ το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 17,7% για τις επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 300.000 ευρώ.
Τέλος, πολύ σοβαρό πρόβλημα συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης, όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για έναν μήνα ανέρχεται στο 61,3%. Πιο συγκεκριμένα, το 30,7% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα και το 30,6% έχει ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για έναν μήνα.
Αύξηση 35% στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων
Η εμφάνιση του πληθωρισμού, ο οποίος από τα μέσα του 2021 και μετά καλπάζει, κυρίως εξαιτίας της υπέρμετρης αύξησης των τιμών ενέργειας, που προκλήθηκε αρχικά λόγω της διεθνούς ενεργειακής κρίσης και επιδεινώθηκε λόγω των δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων, έχει δημιουργήσει νέες δυσκολίες, αβεβαιότητες και προκλήσεις. Για τις επιχειρήσεις οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, προκάλεσαν σοβαρή άνοδο του κόστους λειτουργίας τους.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2024), σχεδόν εννέα στις δέκα επιχειρήσεις (87,8%) δήλωσαν ότι το κόστος λειτουργίας τους αυξήθηκε τα τελευταία δύο έτη. Μεσοσταθμικά, για αυτές τις επιχειρήσεις το κόστος λειτουργίας αυξήθηκε κατά 35%.
Τομεακά, το λειτουργικό κόστος των εμπορικών επιχειρήσεων αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 34,6%, στη μεταποίηση κατά 39,2% και στις υπηρεσίες κατά 33,1%. Τέλος, στις επιχειρήσεις εστίασης το λειτουργικό κόστος αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 46%.
Μονόδρομος οι αυξήσεις τιμών
Μέσα σε αυτό το πληθωριστικό περιβάλλον, ο αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές των αγαθών/ υπηρεσιών τους υποχώρησε το 2023, παραμένοντας, ωστόσο, σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Το ιδιαίτερα αυξημένο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, όπως είναι επόμενο, οδήγησε την πλειονότητα των επιχειρήσεων σε αύξηση των τιμών αγαθών-υπηρεσιών. Με βάση τα ευρήματα των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, μετά το ιστορικό ρεκόρ του 59,2% των επιχειρήσεων που είχε δηλώσει ότι αύξησε τις τιμές του το πρώτο εξάμηνο του 2022, το ποσοστό αυτό υποχώρησε το δεύτερο εξάμηνο του 2022 στο 49,1% και περαιτέρω στο 43,3% και 33,2% το πρώτο εξάμηνο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023, αντίστοιχα.
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους το δεύτερο εξάμηνο του 2023, αν και είναι μειωμένο σε σχέση με τις τρεις προηγούμενες έρευνες, παραμένει εξαιρετικά υψηλό. Επιπλέον, και με βάση τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, μεσοσταθμικά, το δεύτερο εξάμηνο του 2023, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αύξησαν τις τιμές τους κατά 3,9%, το οποίο υποδηλώνει ότι έχουν απορροφήσει ένα σημαντικό μέρος του αυξημένου κόστους λειτουργίας τους.
Επιπλέον, σε τομεακό επίπεδο είχαμε σαφώς μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους τομείς των υπηρεσιών (26,4%) και της μεταποίησης (32,4%), σε σχέση με τις εμπορικές επιχειρήσεις (40,7%). Τέλος, αν και με χαμηλότερο ρυθμό, το πληθωριστικό κύμα είχε διαφανεί πως θα συνεχιζόταν και το πρώτο εξάμηνο του 2024, καθώς το 24,7% των επιχειρήσεων είχε δηλώσει ότι σκοπεύει να αυξήσει τις τιμές του, έναντι μόλις 3% που είχε δηλώσει ότι θα τις μειώσει.
Σε υψηλά επίπεδα οι οφειλές των επιχειρήσεων
Την ίδια στιγμή, σχετικά σταθερή παραμένει η κατάσταση αναφορικά με τα ποσοστά των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με καθυστερημένες υποχρεώσεις. Αυτό σε γενικές γραμμές προκύπτει και από την τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (δ’ τρίμηνο 2023).
Συγκεκριμένα και όσον αφορά τους οφειλέτες προς τη φορολογική διοίκηση, στο τέλος Ιανουαρίου του 2024, παρατηρείται μείωση κατά 99.985 πρόσωπα (φυσικά και νομικά), σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, με αποτέλεσμα οι οφειλέτες να είναι 3.931.625.
Επιπλέον, και όσον αφορά τις ασφαλιστικές οφειλές, σε ετήσια βάση καταγράφηκε μείωση του αριθμού των μητρώων οφειλετών κατά 59.168, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός τους να διαμορφώνεται στο τέλος του τέταρτου τριμήνου του 2023 σε 2.267.625 μητρώα.
Με βάση την τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, παρόλο που το ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες υποχρεώσεις έχει υποχωρήσει σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, παραμένει ιδιαίτερα υψηλό.
Από τη μια μεριά, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με τρεις ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές υποχωρούν στο 10,1%, έναντι 12% που ήταν το προηγούμενο εξάμηνο, ωστόσο από την άλλη, αυξημένα είναι τα ποσοστά των επιχειρήσεων με δύο καθυστερημένες υποχρεώσεις (7,4%, έναντι 5,6% το προηγούμενο εξάμηνο) και με μια ληξιπρόθεσμη οφειλή (13,1%, έναντι 9,6% το προηγούμενο εξάμηνο).
Από τα επιμέρους στοιχεία της έρευνας προκύπτει πως ο βαθμός υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν είναι ίδιος. Διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος ων επιχειρήσεων.
Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα υπερχρέωσης, καθώς το 14,7% αυτών έχει τρεις ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Έντονο πρόβλημα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν, επιπλέον, οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (13,2%) και οι επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (15,5%).
Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει οφειλές έως 50.000 ευρώ, που σημαίνει ότι η εφαρμογή μιας νέας γενναίας ρύθμισης οφειλών θα μπορούσε να τις βοηθήσει να αποπληρώσουν τις οφειλές τους. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι οφειλές αυτές κατά βάση δημιουργήθηκαν και διογκώθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 περίπου ετών των αλλεπάλληλων κρίσεων.
Μικρής κλίμακας οι επενδύσεις των μικρών επιχειρήσεων
Όπως προκύπτει από επιμέρους ευρήματα της έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, περίπου μια στις τρεις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κάποιας μορφής επένδυση, τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Ωστόσο, η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας.
Ειδικότερα, περίπου μια στις πέντε επιχειρήσεις πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές επενδύσεις (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές), σχεδόν μια στις πέντε επένδυσε σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, περίπου μια στις δέκα επιχειρήσεις επένδυσε σε κτηριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και σχεδόν μια στις δέκα επιχειρήσεις επένδυσε σε κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού (π.χ. συστήματα πιστοποίησης οργάνωσης και λειτουργίας).
Παρά το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις, η πλειονότητα των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας, καθώς σχεδόν μια στις δύο επιχειρήσεις που πραγματοποίησε επενδύσεις ήταν ύψους έως 5.000 ευρώ.
Οι μικρής κλίμακας επενδύσεις υποδηλώνουν και το πρόβλημα πρόσβασης σε χρηματοδότηση, το οποίο παραμένει, καθώς οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εξακολουθούν να μην υποστηρίζονται από το τραπεζικό σύστημα και να στηρίζονται σε αυτοχρηματοδότηση για την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και την επέκτασή τους. Τα ίδια κεφάλαια διαχρονικά αποτελούν τη βασική πηγή χρηματοδότησης για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Η πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει μείζον πρόβλημα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης αλλά και ανταπόκρισης σε ενδεχόμενες κρίσεις. Ενώ παρατηρείται μια αύξηση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα από τις τράπεζες, η καθαρή χρηματοδότηση (πιστωτική επέκταση) προς τις μικρές επιχειρήσεις παραμένει σε αρνητικά επίπεδα και εξακολουθεί να συρρικνώνεται.
Επιπροσθέτως, όσες μικρές επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση αντιμετωπίζουν έως και 2,5% υψηλότερο επιτόκιο, σε σχέση με τις μεγαλύτερες.
Τέλος, από τα επιμέρους στοιχεία των ερευνών, το σημαντικότερο εύρημα είναι ότι υπάρχει μία σαφής αναλογικά αυξητική σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες δήλωσαν ότι έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις και του μεγέθους τους, με όρους αριθμού εργαζομένων και κύκλου εργασιών. Με άλλα λόγια, όσο μεγαλώνει το μέγεθος της επιχείρησης, είτε με βάση τον κύκλο εργασιών είτε με βάση τον αριθμό εργαζομένων, τόσο αυξάνεται και το ποσοστό των επιχειρήσεων οι οποίες πραγματοποιούν επενδύσεις.
«Βλέπουν» ολιγοπώλια σχεδόν εννέα στις δέκα επιχειρήσεις
Την ίδια στιγμή, η διαμόρφωση των τιμών και η φύση του ανταγωνισμού, ιδιαίτερα σε αγορές με ολιγοπωλιακή διάρθρωση, αποτελεί μια διαχρονική πρόκληση, που στη σημερινή συγκυρία έχει αρχίσει να συζητείται ξανά υπό το βάρος που δημιουργεί ο συνεχώς αυξανόμενος πληθωρισμός.
Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκαν στην τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2024) δύο βασικά ερωτήματα προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με σκοπό να διερευνηθούν οι αντιλήψεις τους για την διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, τον ανταγωνισμό και τη διαμόρφωση των τιμών.
Είναι ενδεικτικό ότι η συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από ολιγοπώλια που ελέγχουν την αγορά και διαμορφώνουν τις τιμές, ενώ οι πολιτικές που ακολουθούνται δεν συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και στον περιορισμό αθέμιτων ολιγοπωλιακών πρακτικών.
Ειδικότερα, στο ερώτημα που τέθηκε, αν στην ελληνική οικονομία λειτουργεί ο υγιής ανταγωνισμός ή υπάρχουν ολιγοπώλια που ελέγχουν μεγάλο τμήμα της αγοράς διαμορφώνοντας τις τιμές, το 87,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων απάντησε ότι υπάρχουν ολιγοπώλια που ελέγχουν μεγάλο μέρος της αγοράς και διαμορφώνουν τις τιμές, έναντι μόλις 8,5% που απάντησε ότι λειτουργεί ο ανταγωνισμός.
Στο δε ερώτημα, εάν οι μέχρι σήμερα πολιτικές έχουν συμβάλει στην προώθηση του υγιούς ανταγωνισμού και στην αποφυγή αθέμιτων ολιγοπωλιακών πρακτικών, το 70,7% απάντησε πως δεν έχουν συμβάλει καθόλου, το 13,5% μάλλον όχι και μόλις το 9,5% και 2% πως μάλλον ναι και απόλυτα ναι, αντίστοιχα.