Οι διαφορές των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών έχουν μειωθεί σημαντικά από το 2011, αλλά η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ: πωλούνται σε περίπου 10% υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με την ευρωζώνη κατά μέσο όρο.
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος για τις τιμές τυποποιημένων επώνυμων προϊόντων σουπερμάρκετ. Αναφέρει επίσης πως υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – έχουν στόχο μέσω της εκπαίδευσης να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό.
Η ΤτΕ επισημαίνει και πως για ένα μεγάλο μέρος μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής και υπηρεσίες, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές με τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ και είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα, η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές.
Τα ρεκόρ της ακρίβειας
Η ΤτΕ αναλύει τα προϊόντα στα οποία η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, όπως αλεσμένος καφές, βούτυρο, μαργαρίνη, γάλα μακράς διάρκειας έξτρα παστεριωμένο (UHT), χαρτοπετσέτες, χαρτί υγείας, οδοντόκρεμα και ανθρακούχο νερό. Δείχνει τι πρέπει να γίνει για να μειωθούν οι τιμές.
Φέρνει ως παράδειγμα την τιμή του αλεσμένου καφέ στην Ελλάδα που είναι 50% υψηλότερη από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Αν προσαρμόσουμε τη δομή της αγοράς του παραγωγού ώστε να εξομοιώνεται με το μέσο όρο της ευρωζώνης, η διαφορά της τιμής θα μειωθεί κατά 7%. Επιπλέον, αν οι Έλληνες καταναλωτές κατανάλωναν τις ίδιες ποσότητες αλεσμένου καφέ όπως στη ζώνη του ευρώ και αγόραζαν παρόμοιες (μεγαλύτερες) συσκευασίες, η διαφορά της τιμής θα μειωνόταν κατά επιπλέον 15%. Τέλος, αν η δομή της αγοράς λιανικής στην Ελλάδα, τόσο ως προς τον καταναλωτή (υψηλότερος τοπικός ανταγωνισμός) όσο και ως προς τον παραγωγό (μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύς των λιανεμπόρων), ήταν παρόμοια με αυτή της ευρωζώνης, η μέση διαφορά τιμής θα μειωνόταν κατά 13% ακόμη. Το ανερμήνευτο μέρος της διαφοράς τιμής του αλεσμένου καφέ (15%), δηλ. το μέρος εκείνο που δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βάση την παραπάνω ανάλυση, είναι κατά πολύ μικρότερη από το αρχικώς παρατηρούμενο 50%.
Γενικά, για όλα τα προϊόντα η δυνητική μείωση των διαφορών των τιμών στην Ελλάδα είναι σημαντική, με τη μεγαλύτερη μείωση να παρατηρείται στο ανθρακούχο νερό, ήτοι 48 ποσοστιαίες μονάδες. Κατά μέσο όρο, οι διαφορές των τιμών θα υποδιπλασιάζονταν, από 61% σε 31%.
Δηλαδή, η βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού στην αγορά του παραγωγού θα συμπίεζε τις διαφορές τιμών σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ. Όμως αισθητή μείωση στις διαφορές των τιμών θα προερχόταν επίσης από τη βελτίωση της δομής της αγοράς λιανικής, μέσω της αύξησης τόσο του τοπικού ανταγωνισμού ως προς τον καταναλωτή όσο και της διαπραγματευτικής ισχύος των λιανεμπόρων απέναντι στους παραγωγούς, π.χ. με τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων. Τέλος, οι διαφορές τιμών θα ήταν μικρότερες σε περίπτωση αλλαγών στη συμπεριφορά των καταναλωτών. Η δυνητική μείωση των διαφορών των τιμών είναι μεγάλη, η αιτία όμως είναι ότι τα προϊόντα στα οποία η Ελλάδα είναι η πιο ακριβή χώρα στη ζώνη του ευρώ δεν είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά από τη σκοπιά των καταναλωτών.
Η ίδια ανάλυση εστιάζοντας σε ένα σύνολο προϊόντων με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις στην Ελλάδα, που είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό του καλαθιού του Έλληνα καταναλωτή δείχνει μία άλλη όψη. Τα αποτελέσματα για τις 11 κατηγορίες προϊόντων με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις.
Ειδικός πίνακας δείχνει τις παρατηρούμενες διαφορές τιμών μεταξύ της Ελλάδος και του μέσου όρου της ευρωζώνης (δεύτερη στήλη), καθώς και πώς θα επηρεάζονταν οι τιμές αν η Ελλάδα βρισκόταν στο μέσο όρο της ευρωζώνης για κάθε ερμηνευτική μεταβλητή (τρίτη έως όγδοη στήλη).
Προκύπτουν τέσσερα βασικά συμπεράσματα σύμφωνα με την ΤτΕ:
* Πρώτον, οι παρατηρούμενες διαφορές τιμών μεταξύ της Ελλάδος και της ζώνης του ευρώ έχουν πλέον συρρικνωθεί σημαντικά κατά μέσο όρο (μόλις 3%, ή 5% χωρίς το ελαιόλαδο) καθώς, ανάλογα με το προϊόν, οι διαφορές των τιμών μπορεί να είναι είτε σημαντικά μεγαλύτερες είτε σημαντικά μικρότερες σε σύγκριση με το μέσο όρο της ευρωζώνης.
* Δεύτερον, όσον αφορά τα προϊόντα που είναι πιο ακριβά, π.χ. ανθρακούχα αναψυκτικά, στιγμιαίος καφές, χαρτί υγείας και δημητριακά, οι τιμές θα ήταν 28%-33% χαμηλότερες αν οι αγορές των παραγωγών και των λιανεμπόρων, αλλά και οι προτιμήσεις των καταναλωτών ευθυγραμμίζονταν με τους αντίστοιχους μέσους όρους της ευρωζώνης όχι μόνο θα εξάλειφε πλήρως τις διαφορές στις τιμές, αλλά και θα έκανε τα προϊόντα αυτά ακόμη φθηνότερα από ό,τι στην ευρωζώνη. Συνολικά, η προσαρμογή των ερμηνευτικών μεταβλητών στο μέσο όρο της ευρωζώνης θα έκανε την Ελλάδα φθηνότερη κατά 14% σε σχέση με τη ζώνη του ευρώ.
* Τρίτον, οι καταναλωτικές συνήθειες διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στον καθορισμό των τιμών ορισμένων προϊόντων. Η προσαρμογή των συνηθειών των Ελλήνων καταναλωτών, όπως το προτιμώμενο μέγεθος συσκευασίας, στις συνήθειες του μέσου καταναλωτή της ευρωζώνης θα οδηγούσε, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε αυξήσεις τιμών αντί για μειώσεις. Παράδειγμα είναι το ελαιόλαδο. Τα αποτελέσματά μας στον Πίνακα 3 υποδηλώνουν ότι η σχετική τιμή του ελαιολάδου στην Ελλάδα θα αυξανόταν κατά 37% αν τα χαρακτηριστικά της αγοράς λιανικής και οι προτιμήσεις των καταναλωτών ευθυγραμμίζονταν με τους μέσους όρους της ευρωζώνης. Και αυτό διότι το ελαιόλαδο στην Ελλάδα αγοράζεται συνήθως σε πολύ μεγαλύτερες συσκευασίες σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα η προσαρμογή του μεγέθους της συσκευασίας στο μέσο όρο της ευρωζώνης να οδηγήσει σε σημαντικές ανατιμήσεις.
* Τέταρτον, με βάση τα αποτέλεσματά μας στον Πίνακα 3, το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης των τιμών μετά την προσαρμογή της Ελλάδος στο μέσο όρο της ευρωζώνης οφείλεται, κατά μέσο όρο, στην επίδραση του προϊόντος με ηγετική θέση στην αγορά και στην επίδραση της συγκέντρωσης της αγοράς λιανικής.
Συνολικά, η βελτίωση της δομής της ελληνικής αγοράς στα πρότυπα του μέσου όρου της ευρωζώνης θα μείωνε τις τιμές κατά 17% κατά μέσο όρο για τις 11 κατηγορίες προϊόντων με τα υψηλότερα μερίδια στο καλάθι του καταναλωτή (βλ. Πίνακα 3, προτελευταία σειρά). Το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης (13%) θα προερχόταν από τη βελτίωση της δομής της αγοράς λιανικής τόσο ως προς τον καταναλωτή όσο και ως προς τον παραγωγό. Η μείωση των τιμών θα ήταν κατά μέσο όρο μεγαλύτερη (23%) αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο (βλ. Πίνακα 3, τελευταία σειρά).
Η μελέτη
Αναλυτικά, η ΤτΕ επισημαίνει πως οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών έχουν μειώσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, η οποία σταδιακά αποκαθίσταται αφενός με την αύξηση των μισθών και αφετέρου με την σταδιακή μείωση του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες. Πέραν του πληθωρισμού, ωστόσο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται και στις διαφορές των τιμών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, οι οποίες εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρά την απουσία εμπορικών περιορισμών και την εξάλειψη των διακυμάνσεων της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ενώ διάφορες έρευνες καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των ακριβότερων χωρών σε αγαθά όπως το βρεφικό γάλα και τα απορρυπαντικά πλυντηρίου ρούχων.
Η παρούσα μελέτη ερευνά την εξέλιξη και την επιμονή των διαφορών των τιμών, εστιάζοντας σε 41 κατηγορίες τυποποιημένων επώνυμων προϊόντων σουπερμάρκετ και συγκρίνοντας τις τιμές στην Ελλάδα με τις τιμές σε εννέα άλλες χώρες της ευρωζώνης. Με βάση τις εκτιμήσεις προηγούμενης μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος, η τελική (μοναδιαία) τιμή στο ράφι ενός τυποποιημένου επώνυμου προϊόντος σουπερμάρκετ σε μια χώρα εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες: (α) το βαθμό συγκέντρωσης της αγοράς των προμηθευτών, (β) τη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων (σουπερμάρκετ), (γ) τις συνήθειες των καταναλωτών και (δ) άλλες μεταβλητές όπως ΦΠΑ, μισθοί, ενοίκια, ανεργία, κατά κεφαλήν εισόδημα κ.ά.
Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την μεθοδολογία, οι εκτιμήσεις της επίδρασης αυτών των παραγόντων στις τιμές έγιναν με τη χρήση δεδομένων με υψηλό επίπεδο ανάλυσης για τιμές και ποσότητες λιανικής της περιόδου 2009-2011. Στη συνέχεια, το επίπεδο των τιμών το 2023 για την Ελλάδα και τις άλλες χώρες εκτιμήθηκε προσεγγιστικά με τη χρήση αντίστοιχων δεικτών τιμών καταναλωτή.
Από τη μελέτη προκύπτει ότι, παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει επιτευχθεί την περίοδο 2011-2023, καθώς οι διαφορές των τιμών μεταξύ της Ελλάδος και των άλλων χωρών έχουν μειωθεί σημαντικά, η Ελλάδα παραμένει μια ακριβή χώρα για τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, οι τιμές στην Ελλάδα είναι κατά μέσο όρο περίπου 10% υψηλότερες σε σύγκριση με την ευρωζώνη. Οι υψηλές τιμές αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό αυξημένη συγκέντρωση στην αγορά των προμηθευτών, όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές οι οποίες προμηθεύουν την αγορά με εισαγόμενα προϊόντα, στρεβλώσεις στην αγορά της λιανικής, καθώς και διαφορές στις καταναλωτικές συνήθειες, όπως για παράδειγμα αγορά μικρών συσκευασιών.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις τιμών. Συγκεκριμένα, για την ομάδα προϊόντων με τις υψηλότερες πωλήσεις στο δείγμα, η μείωση τιμών στην Ελλάδα θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 17 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για την ομάδα προϊόντων όπου η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες η μείωση τιμών θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Καθώς στο διάστημα 2011-2023 οι διαφορές στις τιμές μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών του δείγματος μειώθηκαν συνολικά κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, συμπεραίνεται ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς των λιανεμπόρων και – σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα – στοχεύουν στην ενίσχυση του καταναλωτικού αλφαβητισμού.
Όσον αφορά την αγορά των προμηθευτών, η αύξηση του ανταγωνισμού θα οδηγούσε σε χαμηλότερες τιμές σε όλα σχεδόν τα προϊόντα της μελέτης, καθώς, για κάθε κατηγορία προϊόντος, ο προμηθευτής με ηγετική θέση στην αγορά κατέχει μεγαλύτερο μερίδιο στην Ελλάδα σε σχέση με την ευρωζώνη. Επίσης, περαιτέρω μειώσεις στις τιμές των επώνυμων προϊόντων θα επιτυγχάνονταν από τη μεγαλύτερη διείσδυση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας.
Τέλος, όσον αφορά την αγορά των σουπερμάρκετ, εκτιμάται ότι μειώσεις τιμών θα μπορούσαν να προέλθουν αφενός μεν από την αύξηση του τοπικού ανταγωνισμού ως προς τον καταναλωτή, αφετέρου δε από τη δημιουργία ενώσεων λιανεμπόρων (buying groups) ως προς τους προμηθευτές, έτσι ώστε να αντισταθμίζονται οι ολιγοπωλιακές πρακτικές των πολυεθνικών και να επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές χονδρικής.
Η παρούσα μελέτη δείχνει ότι εκτός από τα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ, υπάρχουν και ποικίλα άλλα είδη που είναι εξίσου σημαντικά για τους καταναλωτές, όπως τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής και υπηρεσίες τα οποία είναι ως επί το πλείστον εγχωρίως παραγόμενα. Για ένα μεγάλο μέρος προϊόντων αυτού του είδους η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τις χαμηλότερες τιμές. Ως εκ τούτου, μικροί τοπικοί παραγωγοί ενδέχεται να μην ακολουθούν τις ίδιες στρατηγικές τιμολόγησης όπως στην περίπτωση πολλών επώνυμων προϊόντων που παράγονται από μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες, μεταξύ άλλων και στα είδη διατροφής, και παραμένει σε μεγάλο βαθμό (της τάξης του 80%) εισαγόμενος.