Αυξανόμενη ανάπτυξη παρουσιάζει η αγορά της αυτοφροντίδας (Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα – ΜΗΣΥΦΑ, ιατροτεχνολογικά προϊόντα και συμπληρώματα διατροφής), τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων. Στην Ελλάδα, τον τελευταίο χρόνο (1/4/2023-31/3/2024) ο τζίρος των εταιρειών του κλάδου ανήλθε στα 1,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων οι 840.000 (70%) αφορούν σε ΜΗΣΥΦΑ, με βασικές κατηγορίες τα αναλγητικά, τα προϊόντα για το κρυολόγημα, το γαστρεντερικό, τις δερματικές παθήσεις, τη φροντίδα των ματιών και τη διακοπή καπνίσματος καθώς και τις βιταμίνες-συμπληρώματα.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, περισσότεροι από 1 εκατομμύριο Έλληνες χρησιμοποιούν προϊόντα αυτοφροντίδας σε καθημερινή βάση, ενώ πραγματοποιούνται ημερησίως σχεδόν 500.000 επισκέψεις στα φαρμακεία με στόχο την αγορά των αντίστοιχων προϊόντων, είτε για την πρόληψη είτε για την αντιμετώπιση ήπιων ασθενειών. Στην περίπτωση των ήπιων ασθενειών, όπως για παράδειγμα ένας πονοκέφαλος ή ένα απλό κρυολόγημα,, η αυτοφροντίδα συνιστά κέρδος σε χρόνο και χρήμα, καθώς μειώνει το κόστος για φάρμακα, γιατρούς και νοσοκομεία καθώς και την απώλεια παραγωγικότητας, ενώ παράλληλα απελευθερώνει χρόνο στους ασθενείς και τους γιατρούς και χωρητικότητα στο σύστημα υγείας.
Ειδικότερα, έχει υπολογιστεί ότι κάθε πολίτης θα χρειαζόταν να αφιερώσει 106 λεπτά στη μεταφορά, την αναμονή και τη θεραπεία στον γιατρό, εάν δεν είχε στη διάθεσή του προϊόντα αυτοφροντίδας, ενώ κάθε γιατρός θα ήταν απαραίτητο να εργάζεται 2,4 ώρες περισσότερο κάθε ημέρα, δαπανώντας χρόνο που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε σοβαρότερες παθήσεις. Συνολικά στην Ευρώπη θα χρειαζόμασταν 120.000 περισσότερους γιατρούς και στην Ελλάδα 3.500-4.000.
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσίασε κατά τη διάρκεια Συνέντευξης Τύπου ο Πρόεδρος Δ.Σ. του Συνδέσμου Εταιρειών Φαρμάκων Ευρείας Χρήσης (ΕΦΕΧ) Γρηγόρης Καρέλος, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αυτοφροντίδας (Self-care).
Μιλώντας σε όρους οικονομικής αξίας, τόνισε ότι η κατηγορία έχει έναν από τους μεγαλύτερους συντελεστές ανταποδοτικότητας καθώς, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αυτοφροντίδας AESGP, για κάθε 1 ευρώ που δαπανάται στην αυτοφροντίδα, εξασφαλίζονται συνολικά 6,7 ευρώ για το σύστημα Υγείας. Την ίδια στιγμή, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο κ. Καρέλος, εάν μία ήπια πάθηση αντιμετωπιστεί στη χώρα μας μέσω του γιατρού και του συστήματος Υγείας, το κόστος για τον πολίτη θα πενταπλασιαστεί (αμοιβή γιατρού, μετακινήσεις κλπ.).
Υψηλός ρυθμός ανάπτυξης και καινοτομίας
Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα μετά την πανδημία, οι πολίτες δίνουν προτεραιότητα στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των ήπιων ασθενειών μέσω της χρήσης προϊόντων αυτοφροντίδας, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη ανάπτυξη του κλάδου. «Το 85% των Ευρωπαίων πολιτών είναι πεπεισμένοι ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ήπια συμπτώματα υγείας με τη βοήθεια της αυτοφροντίδας και των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων», τόνισε ο Πρόεδρος του ΕΦΕΧ, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ότι «η παγκόσμια αγορά της αυτοφροντίδας αναμένεται να αυξηθεί κατά 6,8% CAGR τα επόμενα χρόνια, αποτελώντας την τρίτη μεγαλύτερη αγορά σε ανάπτυξη».
Επιπλέον, ο κλάδος χαρακτηρίζεται από υψηλό ρυθμό καινοτομίας, καθώς -προκειμένου να ανταποκριθεί στις διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες- αναπτύσσει νέα προϊόντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της IQVIA, μόλις τα τελευταία τρία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά 1.255 νέα προϊόντα (σκευάσματα) αυτοφροντίδας.
Όσον αφορά στη συνεισφορά του κλάδου στη χώρα μας στο μέλλον, ειδική αναφορά έγινε σε πρόσφατη μελέτη της Σχολής Δημόσιος Υγείας, που κατέδειξε ότι η μεταφορά συγκεκριμένου αριθμού σκευασμάτων από την λίστα των Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων που βρίσκονται σήμερα, στη λίστα ΜΗΣΥΦΑ, μπορεί να αποφέρει επιπλέον όφελος έως και 563 εκατ. ευρώ στην ελληνική κοινωνία και οικονομία κάθε χρόνο (εξοικονόμηση φαρμακευτικής δαπάνης, εξοικονόμηση κόστους, χρόνου και παραγωγικότητας από την επίσκεψη σε γιατρό, κέρδος σε ποιότητα ζωής). Η ίδια μελέτη υπολόγισε και τα αποτελέσματα στην περίπτωση που η τιμή των προϊόντων αυτών αυξηθεί κατά 50%, διαπιστώνοντας ότι το επιπλέον όφελος παραμένει, εντούτοις μειώνεται στα 480 εκατ. ευρώ.