Όταν τα επιτόκια επιστρέψουν κοντά στο 3%, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα γίνονται όλο και πιο δύσκολες και ενδέχεται να προκύψουν διαμάχες σχετικά με το τι απαιτείται για να διατηρηθεί ο πληθωρισμός υπό έλεγχο, μεταδίδει το Bloomberg επικαλούμενο άτομα που γνωρίζουν το θέμα.
Σύμφωνα με τα ίδια άτομα που ζήτησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, οι επόμενες δύο ή τρεις περικοπές των επιτοκίων από το τρέχον 3,75% δεν αναμένεται να προκαλέσουν μεγάλες τριβές, ωστόσο τότε, θα ανοίξουν συζητήσεις γύρω από αντικρουόμενες όψεις σχετικά με την προοπτική των τιμών και το σημείο όπου η νομισματική πολιτική σταματά να εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη.
Όμως, με τον πληθωρισμό να αποκλιμακώνεται, αγορές και οι αναλυτές εκτιμούν ότι το κόστος δανεισμού θα διαμορφωθεί μέχρι το τέλος του έτους περίπου στο 2,5%.
Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ συμφωνούν ομόφωνα ότι υπάρχει χώρος για περαιτέρω μειώσεις στα επιτόκια, καθώς η αύξηση των τιμών καταναλωτή εξακολουθεί να συνάδει με τις προοπτικές για επιστροφή στο στόχο του 2%.
Δεν επικρατεί ωστόσο αντίστοιχα ομοιομορφία όσον αφορά το πόσο «απειλητικός» είναι ο πληθωρισμός που ανήλθε στο 2,2% για τον Αύγουστο στην Ευρωζώνη. Το πιο ήπιο μέρος των αξιωματούχων, ανησυχεί για την υστέρηση του στόχου, ειδικότερα καθώς η οικονομία των 20 χωρών της ευρωζώνης φαίνεται να χάνει τη δυναμική της. Τα «γεράκια» από την άλλη φοβούνται ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής υπερβολικά γρήγορα μπορεί να εκτοξεύσει τις τιμές.
Από τη μία, ο Γιάννης Στουρνάρας, κάλεσε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να ανησυχούν εξίσου «είτε ο πληθωρισμός ξεπεράσει τον στόχο είτε υπολείπεται αυτού», ενώ ο Μάριο Σεντένο, διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας, δήλωσε ότι η ΕΚΤ πρέπει να καταφέρει «να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός με τις λιγότερες πιθανές θυσίες» μια αναφορά στον πιθανό οικονομικό «φόρτο» που προκύπτει όταν η οικονομική πολιτική είναι πολύ σφιχτή για πολύ καιρό.