Οι διαφορετικοί ρυθμοί με τους οποίους αναπτύσσονται η ελληνική οικονομία και οι οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευρύνουν ακόμη περισσότερο το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου που παρουσιάζει διαχρονικά η χώρα μας.
Οι οικονομίες των χωρών της ΕΕ, που αποτελούν και τους βασικούς μας εμπορικούς εταίρους, εμφανίζουν στασιμότητα ή στην καλύτερη περίπτωση αναιμική ανάπτυξη και αυτό είναι εμφανές και στις εξαγωγές της χώρας. Αντίθετα η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και η άνοδος των επενδύσεων σημαίνει και μεγαλύτερες ανάγκες για εισαγωγές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αξία των εισαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024 ανήλθε στο ποσό των 49.355,5 εκατ. ευρώ έναντι 48.161,0 εκατ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση, σε ευρώ 2,5%. Ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της τάξης του 3,1% παρουσίασαν οι εισαγωγές χωρίς να υπολογίζονται τα πετρελαιοειδή και τα πλοία.
Το ίδιο διάστημα η συνολική αξία των εξαγωγών ανήλθε στο ποσό των 29.965,5 εκατ. ευρώ έναντι 30.477,4 εκατ. ευρώ κατά το επτάμηνο του 2023, παρουσιάζοντας μείωση, σε ευρώ της τάξης 1,7%. Η αντίστοιχη αξία χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία μειώθηκε ακόμη περισσότερο, κατά 2,6%.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου να διευρυνθεί κατά 9,6%, ενώ ακόμη υψηλότερο ήταν το έλλειμμα χωρίς τα πετρελαιοειδή και τα πλοία που αυξήθηκε 11,8%.
Η ανάλυση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι η μείωση των εξαγωγών οφείλεται αποκλειστικά από τις εξαγωγές προς την Ευρωπαϊκή Ένωση οι οποίες μειώθηκαν στο επτάμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023 κατά 4,7%. Αντίθετα, οι εξαγωγές προς τρίτες χώρες αυξήθηκαν κατά 1,7%. Το θέμα βέβαια είναι πως οι βασικοί μας εμπορικοί εταίροι είναι στην ΕΕ και οι εξαγωγές προς το ευρωπαϊκό μπλοκ είναι οι σχεδόν οι διπλάσιες σε αξία από αυτές προς τις τρίτες χώρες.