Ένα «βουνό» από προκλήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα επόμενα πέντε έτη: να αποκαταστήσουν τη δυναμική της οικονομίας τους, να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και να υλοποιήσουν την ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση, να δημιουργήσουν μία αξιόπιστη αμυντική δύναμη και να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές απρόσμενες κρίσεις. Για να μπορέσουν να τα κάνουν όλα αυτά, χρειάζονται εδώ και τώρα μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση και επίσπευση της ένωσης κεφαλαιαγορών.
Οι διαμορφωτές πολιτικής της ΕΕ το γνωρίζουν αυτό, όμως εξακολουθούν να υπάρχουν βαθιές διαφορές. Ο Μάριο Ντράγκι έχει καταγράψει πολλά και σημαντικά στην έκθεσή του, όπως και ο Ενρίκο Λέττα , όμως όταν η συζήτηση φτάνει στο καίριο ερώτημα «ποιος μπορεί να βάλει περισσότερα χρήματα στο τραπέζι», το κλίμα γίνεται άκρως εκρηκτικό. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές που υπάρχουν και τις γερμανικές εκλογές το Σεπτέμβριο του 2026, η συζήτηση θα ολοκληρωθεί στο τέλος του 2027.
Η ανάγκη βέβαια για νέες επενδύσεις ενδεχομένως να έρθει αρκετά νωρίτερα, ειδικά εάν κερδίσει τις εκλογές στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ με τις προστατευτικές του πολιτικές εναντίον της «συμμάχου Ευρώπης».
Η επιστολή Ντόναχιου πριν τη σύνοδο
Στην επιστολή που έστειλε ο πρόεδρος του Eurogroup, Πασκάλ Ντόναχιου, στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εν όψει της συνόδου κορυφής της ΕΕ την Πέμπτη, υπογραμμίζει ότι οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης συμφώνησαν σε έναν οδικό χάρτη υψηλού προφίλ προκειμένου να εξασφαλιστεί η διεξοδική παρακολούθηση των μέτρων, της προόδου και της διατήρησης της δυναμικής.
Από τον Ιούνιο, έχει γίνει εντατική δουλειά σε τεχνικό επίπεδο για την καλύτερη ανταλλαγή πρακτικών και εθνικών πρωτοβουλιών μεταξύ των χωρών μελών, όπως σημείωσε. Στα μέτρα που εξετάζονται περιλαμβάνονται η ανάπτυξη της αγοράς τιτλοποίησης, η μεγαλύτερη στροφή της ΕΕ στη βιώσιμη χρηματοδότηση, η στοχευμένη εναρμόνιση των λογιστικών πλαισίων και η αξιολόγηση των εμποδίων για την καλύτερη ολοκληρωμένη υποδομή της αγοράς.
Επιπλέον, το Eurogroup έχει αρχίσει συζητήσεις με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) σχετικά με το πώς μπορεί να υποστηρίξει τις προσπάθειες των υπουργών Οικονομικών για την προώθηση της ένωσης κεφαλαιαγορών και τη βελτίωση της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για μεσαίου μεγέθους, καινοτόμες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ντόναχιου υπογράμμισε και τη ζωτική σημασία ενός ανταγωνιστικού, ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, καθότι οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην τραπεζική χρηματοδότηση για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης θα ανακοινώσουν τον επόμενο μήνα ένα κοινό σχέδιο για το τι ακριβώς θα κάνουν για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ έναντι της Κίνας και των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της ενοποίησης των αποσπασματικών αγορών κεφαλαίου. Μετά το τελευταίο Eurogroup, ο Ντόναχιου δήλωσε ότι εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος, όμως έως το Νοέμβριο, τα κοινά σημεία θα πρέπει να είναι περισσότερα από τις διαφορές.
Τι είναι η ένωση κεφαλαιαγορών
Η πρωτοβουλία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU) ξεκίνησε το 2015 με στόχο την ανάπτυξη και την περαιτέρω ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών στην ΕΕ. Αυτοί οι στόχοι παραμένουν ιδιαίτερα σημαντικοί σε ένα πλαίσιο όπου εκτιμάται ότι η τραπεζική χρηματοδότηση και οι δημόσιες επενδύσεις δεν επαρκούν για την παροχή της χρηματοδότησης που απαιτείται για την πράσινη μετάβαση, ενισχύοντας την τεχνολογική ανταγωνιστικότητα και διαφοροποιώντας τις αλυσίδες εφοδιασμού.
Τα μέτρα των σχεδίων δράσης CMU του 2015 και 2017 είναι πλέον σε ισχύ, αλλά οι κεφαλαιαγορές παραμένουν γενικά υποανάπτυκτες στην Ευρώπη σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες περιοχές, όσον αφορά το μέγεθος σε σχέση με το ΑΕΠ, το ποσοστό των τίτλων που κατέχουν οι πολίτες σε σύγκριση με τα συνολικά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και το μερίδιο της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Η διασφάλιση της καλής λειτουργίας των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών είναι το κλειδί για την απελευθέρωση του ιδιωτικού κεφαλαίου που είναι απαραίτητο για τη χρηματοδότηση των μεγάλων επενδυτικών αναγκών της ΕΕ. Θα επιτρέψει στις επενδύσεις και τις αποταμιεύσεις να κινούνται ομαλά σε όλες τις χώρες της ΕΕ και οι καταναλωτές, οι επενδυτές και οι επιχειρήσεις θα ωφεληθούν, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται.
Μια CMU θα ενοποιούσε τους εθνικούς κανόνες για τις πτωχεύσεις, τα ενημερωτικά δελτία, τη φορολόγηση των κεφαλαιουχικών κερδών, τις απαιτήσεις εισαγωγής στο χρηματιστήριο ή τη διαφορετική φορολογική μεταχείριση του χρέους και των ιδίων κεφαλαίων, σε μια προσπάθεια να διευκολύνει τις εταιρείες να εκδίδουν μετοχές και ομόλογα, ενώ παράλληλα θα εκπαιδεύσει τους ευρωπαίους αποταμιευτές σχετικά με τις επενδύσεις.
Οι προτάσεις Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας
Απογοητευμένη από την αργή πρόοδο της CMU, η Γαλλία πρότεινε τον Φεβρουάριο να επιτραπεί σε μικρές ομάδες χωρών να προχωρήσουν σε βαθύτερη οικονομική ολοκλήρωση αντί να προσπαθήσουν να επιτύχουν συναίνεση μεταξύ 27 κυβερνήσεων.
Η Γερμανία και πολλές άλλες χώρες ήταν απρόθυμες να επιτρέψουν μια τέτοια προσέγγιση, αλλά η Ισπανία επανέλαβε την πρόταση στο τελευταίο Eurogroup και ο πρόεδρος Πασκάλ Ντόναχιου είπε πως αποτελεί ένα μήνυμα ότι χρειάζεται επείγουσα δράση.
Η Ιταλία αναμένεται να παρουσιάσει έως τα τέλη του έτους μία προτεινόμενη μεταρρύθμιση για το ρυθμιστικό πλαίσιο των χρηματοοικονομικών αγορών, έτσι ώστε να μπορέσει να ενισχυθεί η ρευστότητα στις αγορές κεφαλαίου της, όπως αποκάλυψε πρόσφατα αξιωματούχος του ιταλικού υπουργείου Οικονομικών στο Reuters.
Με μία οικονομία που απαρτίζεται κυρίως από μικρές επιχειρήσεις οι οποίες δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου και χρέους, η Ιταλία έχει γνωρίσει κατά καιρούς εκροές από το χρηματιστήριό της. Επιπλέον, μεγάλα ονόματα στο χώρο του επιχειρείν, όπως η Campari και η αυτοκινητοβιομηχανία Stellantis έχουν μεταφέρει τη νομική τους βάση στο εξωτερικό προκειμένου να ευνοηθούν από τους πιο ευνοϊκούς κανονισμούς για την εταιρική διακυβέρνηση.
Ήδη, η Ιταλία έχει εισαγάγει ένα πρώτο πλαίσιο χρηματοοικονομικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό να ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να αναπτυχθούν εκτός της χώρας, δίδοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στους βασικούς μετόχους, συχνά ιδρυτικές οικογένειες, να διατηρήσουν τον έλεγχό τους στην επιχείρηση.
Την ίδια στιγμή, η Ισπανία αναζητώντας ένα ταχύτερο δρόμο προς την οικονομική ολοκλήρωση, προτείνει να δημιουργηθεί μία ομάδα τριών έως τεσσάρων χωρών, ώστε να προωθούν κοινές πρωτοβουλίες. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούν να παρακάμπτουν τις χώρες που είναι επιφυλακτικές ή προβάλουν αντίσταση. Θα δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα εργαστήρι ανταγωνιστικότητας, που θα προωθεί ιδέες για συνεργασία με πρώτο βήμα ένα εναρμονισμένο σύστημα αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας για μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Αυτό θα τις βοηθήσει να μειώσουν το κόστος χρηματοδότησης επιτρέποντας σε μία, για παράδειγμα, ισπανική εταιρεία να αντλεί κεφάλαια με ανταγωνιστικά επιτόκια από μία άλλη χώρα.
Ο κατακερματισμός της αγοράς κρατικών ομολόγων
Παραδόξως, η συζήτηση για την ένωση κεφαλαιαγορών αφήνει εκτός έναν ζωτικής σημασίας τομέα. Όπως σημειώνει η έκθεση του Ενρίκο Λέτα, η κεφαλαιαγορά της Ευρωζώνης υποφέρει από κατακερματισμό της αγοράς κρατικών ομολόγων. Ως εκ τούτου, δεν διαθέτει το βάθος και τη ρευστότητα της αμερικανικής αγοράς κρατικών ομολόγων, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικά για τους διεθνείς επενδυτές, ιδίως τις κεντρικές τράπεζες.
Μία πρόταση που είχε παρουσιαστεί πριν από αρκετά χρόνια είναι οι χώρες της Ευρωζώνης να χωρίσουν το δημόσιο χρέος τους σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, έως το 60% του ΑΕΠ, θα είναι ανώτατης διαβάθμισης και στο σύνολό τους εγγυημένα από τις συμμετέχουσες χώρες. Όλο το υπόλοιπο χρέος θα υπάγεται στην κατηγορία μειωμένης εξασφάλισης.
Παρότι η πρόταση δεν είναι χωρίς προβλήματα - ιδίως η ιδέα ότι θα πρέπει να υπάρχει κίνδυνος αφερεγγυότητας για τα ομόλογα της δεύτερης κατηγορίας - θα μπορούσε κατ' αρχήν να δημιουργήσει μια μεγάλη ενοποιημένη ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά για ασφαλή περιουσιακά στοιχεία.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, τα ασφαλή περιουσιακά στοιχεία διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην οικονομική ανθεκτικότητα και σταθερότητα. Η ευρύτερη διαθεσιμότητα ασφαλών περιουσιακών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου της ΕΕ, θα διευκολύνει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής, θα στηρίξει τη χρηματοδότηση των δημόσιων αγαθών της ΕΕ και θα ενισχύσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ολοκλήρωση.
Όπως δείχνει και το NextGenerationEU, μια μεγαλύτερη αγορά για ασφαλή περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσε φυσικά να δημιουργηθεί με κοινή χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων στην Ευρώπη, ενισχύοντας τον οικολογικό και τεχνολογικό της μετασχηματισμό.