Με απτά αποτελέσματα ολοκληρώθηκε το χθεσινό Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας, για τη «συμμαχία» Ελλάδας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Αθήνας και αντικείμενο την περιφερειακή ενεργειακή κρίση στη νοτιοανατολική Ευρώπη το καλοκαίρι.
Έπειτα από την κοινή αποστολή των υπουργών Ενέργειας των τριών χωρών, το θέμα συζητήθηκε διεξοδικά στο Συμβούλιο. Με καταλύτη τις παρεμβάσεις των Υπουργών των τριών χωρών, συνομολογήθηκε πως χρειάζεται να ληφθεί άμεση δράση. Έτσι, αποφασίστηκε να εμπλακεί η Κομισιόν, για την αποσόβηση νέων ανάλογων περιφερειακών κρίσεων στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας.
Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου, όλοι οι Υπουργοί Ενέργειας των κρατών – μελών αναγνώρισαν πως η εκτίναξη των χονδρεμπορικών τιμών συνιστά μείζονα πρόκληση για τις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες. Αρκετοί επίσης πρόσθεσαν πως ακόμη η Ε.Ε. απέχει σημαντικά από το να δημιουργήσει μία όντως ενιαία ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, με σύγκλιση των τιμών των επιμέρους αγορών.
Σύμπλευση στα μακροχρόνια μέτρα
Από το ΥΠΕΝ, το «παρών» έδωσε ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θόδωρος Σκυλακάκης, η Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, ενώ επίσης συμμετείχε ο επικεφαλής σύμβουλος ενέργειας στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, Νίκος Τσάφος. Στην εισαγωγική του τοποθέτηση, ο κ. Σκυλακάκης περιέγραψε με ανάγλυφο τρόπο τις συνέπειες που είχε στη χώρα μας η εκτίναξη της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Όπως τόνισε χαρακτηριστικά, οι χονδρεμπορικές τιμές στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 10%, χωρίς να έχει υπάρξει επιπλέον επιβάρυνση του κόστους παραγωγής. «Ενδεικτικό είναι ότι για 40 ώρες τους τελευταίους μήνες είχαμε μέγιστη τιμή πάνω από τον κατώτατο μισθό στη χώρα. Φανταστείτε αν συνέβαινε αυτό στη δική σας χώρα», πρόσθεσε.
Σημείωσε ότι αιτίες ήταν οι καιρικές συνθήκες (παρατεταμένος καύσωνας, μείωση της υδροηλεκτρικής παραγωγής), καθώς και οι περιορισμένες διασυνδέσεις μεταξύ της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της υπόλοιπης Ευρώπης. Τόνισε πως, αν και σε μικρότερο βαθμό, αρνητικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι εισαγωγές ρεύματος από την Ουκρανία, που μετατράπηκε σε εισαγωγέα από εξαγωγέα.
Ανάλογες ήταν οι τοποθετήσεις και των υπουργών Ενέργειας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, που συνυπέγραψαν την κοινή επιστολή. Επιστολή που, όσον αφορά τα μακροχρόνια μέτρα τα οποία προτείνει, βρήκε στη Συμβούλιο «συμμάχους» από αρκετές χώρες. Υπενθυμίζεται ότι οι τρεις βαλκανικές χώρες καλούν για επίσπευση των διασυνδέσεων στη ΝΑ Ευρώπη, αύξηση της διασυνοριακής χωρητικότητας, καθώς και ενίσχυση της σύζευξης των αγορών.
Αρνητικοί συσχετισμοί για τον φόρο στα υπερκέρδη
Στον αντίποδα, δεν φάνηκε να διαμορφώνεται μία ευρύτερη συμμαχία γύρω από την προοπτική ανάπτυξης ενός μηχανισμού ανάκτησης των υπερεσόδων, που θα ενεργοποιείται σε τέτοιες «μίνι» περιφερειακές κρίσεις. Υπουργοί από κράτη της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης τάχθηκαν σαφώς κατά τέτοιων έκτακτων παρεμβάσεων, ενώ κανένας εκπρόσωπος από τις υπόλοιπες χώρες (πλην της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας) δεν συμπεριέλαβε τον μηχανισμό στα βραχυπρόθεσμα μέτρα αντιμετώπισης ανάλογων καταστάσεων.
Αντίθετα, οι υπόλοιποι Υπουργοί έδωσαν όλοι έμφαση σε λύσεις όπως η ενίσχυση της ευελιξίας στην παραγωγή (αποθήκευση) και τη ζήτηση (demand – response) ηλεκτρικής ενέργειας. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η τοποθέτηση της απερχόμενης Επιτρόπου Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, η οποία επίσης επικεντρώθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της ευελιξίας.
Η κ. Σίμσον έδωσε επίσης έμφαση στην απαίτηση για περισσότερες διασυνοριακές «ηλεκτρικές λεωφόρους» στη ΝΑ Ευρώπη, τονίζοντας ότι προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει η 2η λίστα Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος, η διαδικασία κατάρτισης της οποίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επίτροπος σημείωσε πως οι ουκρανικές εισαγωγές δεν έπαιξαν ρόλο στη «μίνι» κρίση, ενώ επίσης δεν εντοπίστηκαν κερδοσκοπικές συμπεριφορές στις αγορές.
Από την ελληνική πλευρά, η εκτίμηση είναι πως όσον αφορά τη φορολόγηση των υπερεσόδων, πρόκειται για ένα θέμα για το οποίο η συζήτηση στους κόλπους εντός της Ε.Ε. απλώς άνοιξε με το χθεσινό Συμβούλιο. Έτσι κι αλλιώς, δεν αναμένονταν άμεσα αποτελέσματα. Για την Ελλάδα, το αίτημα παραμένει στο τραπέζι, με δεδομένο άλλωστε ότι τα επόμενα χρόνια θα υπάρχει υψηλή μεταβλητότητα των τιμών.