Καμπανάκι κινδύνου για την άνοδο του αντισυστημικού λαϊκισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο έκρουσε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, κατά τη διάρκεια της βράβευσής του στη Νέα Υόρκη από την Capital Link. «Μια τέτοια πολιτική μεταστροφή προς ένα διχασμένο και κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα, που ήδη πέρασε μια μεγάλη και επώδυνη οικονομική κρίση, θα είχε καταστροφικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις», επεσήμανε.
«Με την επώδυνη εμπειρία της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, πιστεύω ότι τα "συστημικά" ελληνικά πολιτικά κόμματα αναγνωρίζουν ως αυτονόητους πυλώνες την πολιτική και οικονομική σταθερότητα και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Αυτό το γεγονός δημιουργεί μια μοναδική ευκαιρία για την καλλιέργεια μιας κουλτούρας συναίνεσης στη χώρα μας. Μια συναινετική πολιτική κουλτούρα διευκολύνει τον επιμερισμό του πολιτικού κόστους και, κατά συνέπεια, την εφαρμογή αναγκαίων και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων», πρόσθεσε.
Παράλληλα, τόνισε ότι η συναίνεση γύρω από την οικονομία πρέπει να περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Πρώτον, τη δέσμευση για δημοσιονομική υπευθυνότητα, με τη συνέχιση της δημιουργίας πρωτογενών κυκλικά διορθωμένων δημοσιονομικών πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ ετησίως. Δεύτερον, τη δέσμευση για τη διασφάλιση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, δηλαδή τη διατήρηση της ευρωστίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των καταθέσεων. Τρίτον, τη δέσμευση για οικονομική σύγκλιση μέσα από την εξάλειψη του επενδυτικού κενού, και για την προώθηση των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και την αναβάθμιση των θεσμών. Τέταρτον, την ένταξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την προώθηση της θετικής οικονομικής ατζέντας στη θεματολογία της.
Επιπλέον, ο κ. Στουρνάρας εστίασε στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η βελτίωση της οποίας όπως είπε, αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.
Όπως ανέφερε ο ίδιος, η Ελλάδα παρ' όλο που αποτελεί success story, υπολείπεται σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας έναντι των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, παρά τη σημαντική βελτίωση των τελευταίων ετών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του ελβετικού ινστιτούτου IMD για το 2024, η Ιρλανδία βρίσκεται στην 4η θέση, η Πορτογαλία στην 36η και η Ελλάδα στην 47η.
Αντίστοιχη εικόνα προκύπτει αν εξετάσει κανείς τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία κατασκευάζει έξι δείκτες συνολικής διακυβέρνησης για περισσότερες από 200 χώρες για την περίοδο 1996-2022. Η Ελλάδα υπολείπεται έναντι της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας για όλο το διάστημα και σε κάθε επιμέρους δείκτη.
Αυτή η σημαντική υστέρηση ευθύνεται για το μεγάλο έλλειμμα που εμφανίζει το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της χώρας, το οποίο αντιστοιχεί στο 6,2% του ΑΕΠ το 2023.
Προκειμένου να αντιστραφεί αυτή η εικόνα, όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, απαιτείται να να υλοποιηθεί ένα ευρύ φάσμα φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να αποσκοπούν στην εξάλειψη διαρθρωτικών αδυναμιών, όπως οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία στη δημόσια διοίκηση και το έλλειμμα ψηφιακών δεξιοτήτων. Ταυτόχρονα, όμως, είναι αναγκαίο να εξαλειφθούν οι εναπομείνασες περιοριστικές πρακτικές που εμποδίζουν την ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, με την κατάργηση των φραγμών εισόδου και το άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών στον ανταγωνισμό.
Για να προχωρήσουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, απαιτούνται ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις. Αντιθέτως, η εμμονή σε ιδεοληπτικές προσεγγίσεις θέτει προσκόμματα στην εφαρμογή δοκιμασμένων λύσεων σε τομείς όπως η φοροδιαφυγή, η αντιμετώπιση της ανομίας και ατιμωρησίας, η απόκλιση από τα εκπαιδευτικά δεδομένα της υπόλοιπης Ευρώπης, η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις ελληνοτουρικές σχέσεις, καθώς, όπως σημείωσε, οι υψηλές αμυντικές δαπάνες που αντιμετωπίζει η χώρα μας επιβαρύνουν δυσανάλογα τους Έλληνες φορολογούμενους. Για αυτόν τον λόγο, «πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια εύρεσης σημείων σύγκλισης σε ό,τι αφορά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις της Ελλάδας, τη σταθερότητα και την ασφάλειά της», τόνισε.