Ακόμη και τα 2 δισ. ευρώ μπορεί να φτάσουν τα επιπλέον κρατικά έσοδα του 2024 από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, ενώ λόγω ακριβώς αυτής της υπερεκτέλεσης το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος μπορεί να φτάσει και το 2,8% του ΑΕΠ από 2,5% που είναι ο στόχος, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γραφείου του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.
Μάλιστα, εκτιμά ακόμη τα επιπλέον έσοδα μπορεί να φτάσουν και τον στόχο των 2,5 δισ. ευρώ που έχει τεθεί για το 2027, ακόμη και την επόμενη χρονιά αν όλα κυλήσουν ομαλά, γεγονός που αφήνει περιθώρια για μειώσεις φόρων από το 2026. Σε αυτή την περίπτωση όπως τόνισε ο επικεφαλής του Γραφείου, καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς κατά την παρουσίαση της έκθεσης για την ελληνική οικονομία, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει έμφαση στην μείωση των άμεσων φόρων.
Όπως είπε ο κ. Τσουκαλάς άμεση προτεραιότητα είναι η αύξηση της συμμετοχής του ενεργού οικονομικά πληθυσμού στην αγορά εργασίας και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της μείωσης της φορολόγησης εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών που τονώνουν το διαθέσιμο εισόδημα. Σύμφωνα με τον ίδιο ως επόμενο βήμα θα μπορούσε να είναι κάποια μείωση των έμμεσων φόρων και κυρίως του ΦΠΑ, αλλά θα πρέπει πρώτα να έχει ενισχυθεί ο ανταγωνισμός στην ελληνική οικονομία και να αντιμετωπιστεί περαιτέρω η φοροδιαφυγή που θα μειώσει και άλλο το «κενό ΦΠΑ».
«Γκάζι» στις μεταρρυθμίσεις
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού σε ένα περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας οι θεμελιώδεις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελληνικής οικονομίας είναι από τις καλύτερες στην Ευρωζώνη, με τον πληθωρισμό, αν και σε καθοδική πορεία, να εξακολουθεί να είναι ανθεκτικός, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών.
Ο επόμενος μεγάλος στόχος είναι η περαιτέρω ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας μέσω της συνέργειας των επενδύσεων και της παραγωγικότητας σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας με θετικό αντίκτυπο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) παρουσίασε αύξηση 2,4% το τρίτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2023 (προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ), ενώ το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη είναι 0,9%. Σε αυτή την επίδοση συνετέλεσαν η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (2,1%) που εξακολουθεί να παρουσιάζει ανθεκτικότητα και η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,3% συνολικά, 5,1% για υπηρεσίες και 1,2% για αγαθά).
Σύμφωνα με την έκθεση, είναι αξιοσημείωτη η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών και επιχειρήσεων με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίες αυξήθηκαν από 132.9 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο του 2019 (αρχή της περιόδου για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) σε 195.5 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο 2024 (τελευταίος μήνας διαθεσιμότητας στοιχείων), μία αύξηση 47,1%. Οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αυξήθηκαν κατά 0,3%. Αρνητική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (-1,4%) και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (αύξηση 4,2% συνολικά).
«Ρεαλιστικές» οι εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού
Το Γραφείο σημειώνει ακόμη πως οι εκτιμήσεις και παραδοχές της Έκθεσης του Προϋπολογισμού βάσει των οποίων διαμορφώνεται τόσο η εκτίμηση για ανάπτυξη 2,3% για το 2025 όσο και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για 2,4% του ΑΕΠ για το ίδιο έτος είναι ρεαλιστικές. Η εκτίμηση του Γραφείου για τον ρυθμό μεγέθυνσης της Ελληνικής οικονομίας για το 2025 εμπεριέχεται σε ένα εύρος πρόβλεψης που διαμορφώνεται μεταξύ 2,2% και 2,5%.
Κλειδί η διατήρηση οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας
Το Γραφείο σημειώνει στις θετικές προοπτικές της Ελληνικής οικονομίας την ενίσχυση των επενδύσεων σε συνδυασμό με την σταθερότητα της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και την βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς και την περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω των μεταρρυθμίσεων.
Η προαναφερθείσα εκτίμηση του Γραφείου για τον ρυθμό μεγέθυνσης της Ελληνικής οικονομίας για το 2025 βασίζεται στην πρόβλεψη για ρυθμό αύξησης των συνολικών επενδύσεων στο 7,9%. Η διεθνής βιβλιογραφία συμπεραίνει ότι λιγότερη αβεβαιότητα (μεγαλύτερη σταθερότητα) έχει θετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις και την ανάπτυξη, και μειωτικές στο επενδυτικό κενό.
«Για την Ελλάδα, αυτό έχει ένα σημαντικό και ξεκάθαρο μήνυμα πολιτικής: η διατήρηση της (οικονομικής και πολιτικής) σταθερότητας συνδέεται με τον περιορισμό του επενδυτικού κενού, και θεωρούμε ότι λειτουργεί ως αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη του στόχου της περαιτέρω μείωσής του», σημειώνει το Γραφείο.