Λιγότερο βοδινό και χοιρινό κρέας, περισσότερο κοτόπουλο, αρνί όπως και τώρα, κι αυτό λόγω εθίμων, σταθερές ποσότητες τυροκομικών, ίσως λίγο περισσότερο γάλα, κάπως περισσότερα φρούτα, λαχανικά και ξηρούς καρπούς και σαφώς πολύ περισσότερες φυτικές πρωτεΐνες: Αυτή θα είναι η διατροφή μας το 2035! Στο συμπέρασμα αυτό, κατέληξε έρευνα της ΕΕ, βασισμένη όμως σε συμπεράσματα μιας πολύ ευρύτερης σχετικής δουλειάς του ΟΟΣΑ.
Είναι σαφές σε όλους μας, ότι η διατροφή μας αλλάζει και μάλιστα ραγδαία! Οι λόγοι λίγο σε πολλοί γνωστοί: αυξάνει ο μέσος όρος ηλικίας των Ευρωπαϊκών κοινωνιών, η εργασία ολοένα και απομακρύνεται από την χειρωνακτική της μορφής που απαιτεί μεγάλες ποσότητες καθημερινής ενέργειας, οι απόψεις περί υγιεινής διατροφής ολοένα και επεκτείνονται ακόμη και σε νεότερες ηλικίες, συνεχώς και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, ακόμη και όχι τόσο μικρής ηλικίας, έχει περιλάβει την καθημερινή αθλητική άσκηση και την αντίστοιχη διατροφή στη ζωή του.
Πτώση ελαιόλαδου και αύξηση κατανάλωσης λίπους
Τα δύο επιπλέον στοιχεία που έχουν μπει στο λογαριασμό τελευταία, είναι οι πολύ υψηλές τιμές των τροφίμων και η «ομογενοποίηση» της κατανάλωσης μεταξύ Βορά και Νότου. Το ποσοστό της δαπάνης για τρόφιμα στον σύγχρονο οικογενειακό προϋπολογισμό, έχει αυξηθεί υπέρμετρα, αλλά το γεγονός αυτό δεν σταματάει την εξέλιξη των πραγμάτων. Έτσι, οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από το ακριβό αλλά παραδοσιακό για τις περιοχές αυτές ελαιόλαδο (-2,5% εκτιμάται η ετήσια πτώση στο Νότο), το οποίο όμως βρίσκει νέους φίλους σε βορειότερες περιοχές (3,7% ετήσια αύξηση). Αντίστοιχα, λόγω της μεγάλης αλλαγής στην καθημερινή διατροφή, οι καταναλωτές του νότου, έχουν υιοθετήσει το γρήγορο φαγητό, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα ζωικά και άλλα κορεσμένα λίπη.
Το ερώτημα που μας απασχολεί, είτε σαν επαγγελματίες, είτε σαν καταναλωτές είναι προς ποια κατεύθυνση πηγαίνει. Οι μεν πρώτοι ενδιαφέρονται να προσαρμόσουν τις δουλειές τους κατάλληλα, οι δε δεύτεροι για να... κάνουν όρεξη.
Σκοπός της μελέτης αυτής, ήταν να αποκαλύψει τις αλλαγές που πρέπει να συμβούν στην αγροτική παραγωγή της ΕΕ ώστε να αντιμετωπίσει την τριπλή σύγχρονη πρόκληση: την κλιματική αλλαγή, την προσαρμογή στην αειφορία και τις αλλαγές της καταναλωτικής ζήτησης. Σήμερα, θα δούμε συνδυαστικά από τις δύο μελέτες των διεθνών οργανισμών το τελευταίο από τα τρία θέματα. Κι αυτό, μήπως και αποκρυπτογραφήσουμε τι θα τρώμε και κυρίως πόσο θα το τρώμε.
Η παγκοσμιοποίηση στις διατροφικές πρακτικές, σαφώς και θα προχωρήσει, ανεξαρτήτως άλλων εξελίξεων. Η μεγάλη αλλαγή, εκτιμάται ότι θα προέλθει από την ανέλιξη της Ινδίας, σε αντικατάσταση της Κίνας, σε δυναμοδότη των εξελίξεων στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων. Η αύξηση των εισοδημάτων στην Ινδία και η δημογραφική συρρίκνωση της Κίνας είναι οι λόγοι που κρύβονται πίσω από τις εξελίξεις αυτές. Κατά τα άλλα, εκτιμάται ότι το διεθνές εμπόριο διατροφικών προϊόντων θα εξακολουθήσει να είναι ισχυρό και να αντιπροσωπεύει το 20% των θερμίδων που καταναλώνονται. Και ως γνωστόν, το εμπόριο κινείται και προς τις δύο πλευρές, εισαγωγές και εξαγωγές, διαμορφώνοντας έτσι τα νέα καταναλωτικά πρότυπα αλλά και απόψεις και στους δύο συμμετέχοντες.
Φρένο στη σπατάλη τροφίμων
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι η σχετική υποχώρηση της συμμετοχής της πρωτογενούς παραγωγής στην παραγωγή αερίων του θερμοκηπίου. Κι αυτό, διότι η όποια αύξηση της αγροτικής παραγωγής, θα προέλθει από την αύξηση της παραγωγικότητας της γης, παρά από την επέκταση της καλλιέργειας σε νέες γαίες. Κι αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί μια μεγάλη νίκη της αειφορίας στην παραγωγή τροφής, με δύο χαρακτηριστικότερες νίκες-σύμβολά: Την υποχώρηση της κατανάλωσης κόκκινου κρεάτων, που επιβαρύνουν αναλογικά περισσότερο το περιβάλλον και την (μερική;) αναστολή της αποψίλωσης των δασών.
Οι απόψεις περί αειφορίας, που έχουν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες, σύντομα θα αποτελούν την καινούργια καταναλωτική πραγματικότητα για ένα σημαντικό κοινό σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες.
Στον ίδιο χώρο της αειφορίας της τροφής, θα πρέπει να καταταγεί και η υπόθεση εργασίας περί μείωσης στο μισό της σπατάλης στα τρόφιμα. Στην περίπτωση αυτή, εκτιμάται ότι η συνεισφορά του παγκόσμιου διατροφικού τομέα στα αέρια του θερμοκηπίου, θα είναι μειωμένη κατά 4%, ενώ θα βρεθεί φαγητό για 153 εκατ. στόματα που τη στιγμή αυτή υποσιτίζονται! Η υπόθεση αυτή εργασίας που έκανε ο ΟΟΣΑ, δεν είναι ούτε αθώα ούτε στερείται δικαιολογητικής βάσης. Οι πολύ υψηλές τιμές των ειδών διατροφής, μας έχει κάνει όλους προσεκτικότερους στο τι αγοράζουμε. Τέρμα οι υπερβολές, τέρμα και οι δοκιμές. Και στη συνέχεια έρχονται οι ανά τον κόσμο τηλεοπτικοί σεφ και προτείνουν τρόπους, αφενός πως με λιγότερα θα προσφέρεις... περισσότερα και αφετέρου πως θα αξιοποιήσεις ότι περίσσεψε από το γιορτινό τραπέζι.
Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος της σπατάλης τροφίμων προέρχεται από τον θεσμικό τομέα, δηλαδή τα catering. Εδώ τα πράγματα θα πάρουν τεράστια ορμή υπό την πίεση δύο παραγόντων: αφενός της ανάγκης μείωσης της δαπάνης από τον πληρώνονται τον λογαριασμό, αφετέρου από τους ίδιους τους απολαμβάνοντες τις υπηρεσίες που σύντομα θα επιζητούν (ίσως και απαιτούν) όχι ένα γεμάτο πιάτο αλλά ένα βιώσιμο πιάτο.
Βέβαια, σε εορτές και επετείους, θα εξακολουθήσουμε να τρώμε καλά, μετρίως αειφορικά και αρκετά ανθυγιεινά, γι' αυτό οι συντάκτες προβλέπουν ότι η κατανάλωση του νόστιμου αρνίσιου κρέατος θα παραμείνει σταθερή.
Τέλος, στο επίπεδο τιμών των τροφίμων τα νέα δεν μοιάζουν ευχάριστα. Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων, δηλαδή η βάση των σύγχρονων τροφίμων, αναμένεται να έχουν συρρικνωθεί σε μικρό βαθμό, αλλά αυτό σύμφωνα με τους δύο οργανισμούς δεν θα γίνει αισθητό στις τοπικές αγορές τροφίμων (sic)! Λίγο τα αυξημένα μεταφορικά κόστη, λίγο το κόστος της περιβαλλοντικής συμμόρφωσης, λίγο η αυξημένη μεταποίηση, πιθανόν και να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών των τελικών προϊόντων.
Και καταλήγει η μελέτη, ότι «οι επιδεινούμενες σε τοπικό επίπεδο συνθήκες, πιθανόν να περικλείουν προκλήσεις για τα νοικοκυριά και να απειλήσει την διατροφική ασφάλεια των λιγότερο ευνοημένων»!
Είναι βέβαιο, ότι το πιάσατε το υπονοούμενο…