Σειρά από προκλήσεις θέτει για την Ευρώπη η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, με πλήρη έλεγχο του Κογκρέσου - στο εμπόριο, την άμυνα και την πολιτική για το κλίμα. Οικονομολόγοι προειδοποιούν για πιθανά οικονομικά πλήγματα, προτρέποντας την ΕΕ να δράσει αποφασιστικά, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και να διεκδικήσει τη γεωπολιτική της αυτονομία.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο απέχει δύο μόλις εβδομάδες, εγκαινιάζοντας άλλα τέσσερα χρόνια προεδρίας τα οποία θα μπορούσαν να φέρουν εκτεταμένες αλλαγές στην παγκόσμια σκηνή.
Με τους Ρεπουμπλικάνους να εξασφαλίζουν τον έλεγχο τόσο της Βουλής των Αντιπροσώπων όσο και της Γερουσίας, ο Τραμπ έχει τώρα διευρυμένη εξουσία για να αναδιαμορφώσει τις πολιτικές των ΗΠΑ, μια αλλαγή που θέτει σε κίνδυνο τις οικονομίες και την πολιτική σταθερότητα παγκοσμίως -ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Η νίκη του Τραμπ έχει επαναφέρει στο προσκήνιο ερωτήματα σχετικά με τις εμπορικές εντάσεις, τις αμυντικές ευθύνες και τη συνεργασία για το κλίμα, με τους αναλυτές να προειδοποιούν ότι η ατζέντα του «Πρώτα η Αμερική» θα μπορούσε να επηρεάσει βαθιά την ΕΕ.
«Θεραπεία σοκ»
Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο χαρακτήρισε την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία ως «θεραπεία σοκ» για μια ήπειρο που βρίσκεται αντιμέτωπη με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον αυξανόμενο εθνικισμό και την οικονομική στασιμότητα.
«Η επιστροφή Τραμπ οξύνει και τις τρεις προκλήσεις και είναι μια απαραίτητη κλήση αφύπνισης». Αν και αποδιοργανωτικές, οι πολιτικές του Τραμπ μπορεί να αναγκάσουν την Ευρώπη να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τις διαρθρωτικές της αδυναμίες, απηχώντας την πεποίθηση του Ζαν Μονέ ότι «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί στις κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που υιοθετούνται για αυτές τις κρίσεις», ανέφερε στο Euronews.
Ο Μπαρόζο επανέλαβε την πρόσφατη έκκληση του πρώην προέδρου της ΕKT, Μάριο Ντράγκι, ότι η ΕΕ πρέπει να κινητοποιήσει επιπλέον 750-800 δισ. ευρώ ετησίως -που ισοδυναμεί περίπου με το 5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της – προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική με τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Υπογράμμισε την επείγουσα ανάγκη να αναλάβουν τολμηρά μέτρα οι ηγέτες της ΕΕ, χρησιμοποιώντας τους οικονομικούς δεσμούς μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ ώστε να αποτρέψουν την Ουάσιγκτον από την επιδίωξη μονομερών εμπορικών μέτρων που θα μπορούσαν να είναι επιζήμια και για τις δύο οικονομίες.
«Η ΕΕ έχει την ευκαιρία να πάψει να είναι ένας γεωπολιτικός έφηβος και να επιβληθεί σταδιακά στην παγκόσμια σκηνή δίπλα στην Αμερική και την Κίνα», είπε ο Μπαρόζο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Μαξιμίλιαν Ολίρ, επικεφαλής στρατηγικής ευρωπαϊκών μετοχών και πολλαπλών περιουσιακών στοιχείων της Deutsche Bank, δήλωσε στο CNBC ότι η πολιτική αβεβαιότητα στη Γερμανία θα μπορούσε στην πραγματικότητα να πυροδοτήσει μια ανάκαμψη στην παραπαίουσα οικονομία της χώρας, έτσι ώστε να αναλάβει ξανά τον ηγετικό ρόλο της στην ΕΕ.
«Η Γερμανία είναι γνωστή για την πολιτική της σταθερότητα - υπήρξαν μόνο δύο περιπτώσεις διάλυσης του συνασπισμού στην πρόσφατη ιστορία. Και τις δύο φορές, η Γερμανία αντιμετώπιζε ύφεση, εισήγαγε μεταρρυθμίσεις και επανεμφανίστηκε ισχυρότερη… Μην υποτιμάτε την ικανότητα της Γερμανίας να αλλάξει», τόνισε.
Εμπορικές αναταράξεις προ των πυλών
Οι απειλές του Τραμπ για δασμούς σε ευρωπαϊκά αγαθά, ειδικά αυτοκίνητα, θα μπορούσαν να πλήξουν τα μέγιστα τις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ.
Ο οικονομολόγος της Goldman Sachs, Σβεν Τζάρι Στεν, προβλέπει ότι ένας γενικός δασμός 10% στις εισαγωγές των ΗΠΑ -συμπεριλαμβανομένων αυτών από την Ευρώπη- θα αφαιρούσε μία ποσοστιαία μονάδα από το ΑΕΠ της Ευρωζώνης, με τη Γερμανία να χάνει 1,1%, το Ηνωμένο Βασίλειο να συρρικνώνεται κατά 0,7% και την Ισπανία 0,6%.
Η αβεβαιότητα της εμπορικής πολιτικής από μόνη της ενέχει σημαντικούς κινδύνους. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το πραγματικό μέγεθος των αυξήσεων των δασμών μπορεί να έχει μικρότερη σημασία για την ανάπτυξη από ό,τι η αβεβαιότητα που έχει δημιουργηθεί γύρω από την εμπορική πολιτική, καθώς οι επιχειρήσεις αναβάλλουν τις επενδύσεις και προσαρμόζουν τις αλυσίδες εφοδιασμού εν αναμονή πιθανών διαταραχών.
Ενδεικτικό της γενικότερης σύγχυσης που επικρατεί είναι το δημοσίευμα της Washington Post για μία πολύ πιο ήπια δασμολογική πολιτική Τραμπ η οποία θα στοχεύει σε ορισμένες κρίσιμες εισαγωγές αγαθών, κάτι ωστόσο που διαψεύσθηκε αμέσως από τον ίδιο τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο.
Η εφημερίδα Washington Post ανέφερε, επικαλούμενη τρία άτομα που γνωρίζουν τις συζητήσεις, ότι οι συνεργάτες του Τραμπ εξετάζουν ένα σχέδιο δασμών που θα ισχύει για όλες τις χώρες. Εάν εφαρμοστεί, το σχέδιο θα σηματοδοτήσει μια σημαντική μείωση των καθολικών δασμών από 10% έως 20% που είχε προτείνει ο Τραμπ κατά την εκστρατεία του. Η προσοχή του Τραμπ θα στραφεί εν δυνάμει στην αλυσίδα εφοδιασμού της αμυντικής βιομηχανίας - μέσω δασμών σε χάλυβα, σίδηρο, αλουμίνιο και χαλκό - καθώς και κρίσιμες ιατρικές προμήθειες, όπως σύριγγες, βελόνες, φιαλίδια και φαρμακευτικά υλικά. Ο Τραμπ θα μπορούσε επίσης να στοχεύσει και ενεργειακά υλικά, όπως μπαταρίες, ορυκτά σπάνιων γαιών και ηλιακούς συλλέκτες, ανέφερε η εφημερίδα.
Άμυνα: Μια δαπανηρή αλλαγή
Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ, ιδιαίτερα η κριτική του για το ΝΑΤΟ και η μειωμένη υποστήριξη των ΗΠΑ για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, θα επιβαρύνει την ΕΕ.
Η επίτευξη του στόχου του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες 2% του ΑΕΠ και η αντιστάθμιση των περικοπών των ΗΠΑ θα μπορούσε να κοστίσει στην ΕΕ επιπλέον 0,5% του ΑΕΠ ετησίως, σύμφωνα με την Goldman Sachs.
Ενώ αυτές οι δαπάνες θα ενίσχυαν τη στρατιωτική ετοιμότητα, τα οικονομικά της οφέλη είναι πιθανό να περιοριστούν λόγω των χαμηλών πολλαπλασιαστών της άμυνας στην Ευρώπη. Οι κίνδυνοι μειωμένης εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή είναι σημαντικοί.
Ο Ενγκιελούσε Μορίνα, ανώτερος συνεργάτης στον τομέα της πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, είπε, μιλώντας στο Euronews, ότι η ΕΕ θα χρειαστεί να αυξήσει τη δική της συμμετοχή για να αποτρέψει ένα κενό εξουσίας που η Ρωσία και η Κίνα θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν περαιτέρω.
Ο Μορίνα σημείωσε επίσης ότι, αν και η Ευρώπη έχει κάνει βήματα στην άμυνα και την ενεργειακή ασφάλεια, χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια.
H κατεύθυνση της Ευρώπης
Η επανεκλογή Τραμπ υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη να ενισχύσει η Ευρώπη τη γεωπολιτική της αυτονομία.
Ο Nίκλας Ποιτιέ από το think tank Bruegel σημείωσε την πολυπλοκότητα της χάραξης μιας νέας στρατηγικής για την Ουκρανία υπό τον Τραμπ, ο οποίος έχει σηματοδοτήσει απροθυμία να πληρώσει για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, αλλά έχει οικονομικά κίνητρα για να συνεχίσει τις πωλήσεις όπλων στην Ουκρανία. Η Ευρώπη θα χρειαστεί να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη γειτονιά της, διασφαλίζοντας ότι η μειωμένη δέσμευση των ΗΠΑ δεν δημιουργεί τρωτά σημεία.
Μια συντονισμένη στρατηγική θα είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλιστεί ότι τα συμφέροντα ασφάλειας της Ευρώπης δεν κατακερματίζονται από μεμονωμένα κράτη μέλη που επιδιώκουν στενότερους διμερείς δεσμούς με την Ουάσιγκτον.
Την ίδια στιγμή, η λήξη της συμφωνίας διαμετακόμισης ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ μέσω Ουκρανίας έχει ανησυχήσει τα μέγιστα τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και έχει εξοργίσει τα μέγιστα τη Σλοβακία, μία εξέλιξη που ενδεχομένως να δημιουργήσει εντάσεις και να προκαλέσει αντίποινα.
Οι περιβαλλοντικές πολιτικές σε κίνδυνο
Ο σκεπτικισμός του Τραμπ για την κλιματική αλλαγή και η αντίθεσή του στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία σηματοδοτούν σημαντικούς κινδύνους για την παγκόσμια περιβαλλοντική συνεργασία.
Η Ελζμπιέτα Μπινκοβάσκα, ανώτερη σύμβουλος στην Covington & Burling LLP, αναφέρει επίσης στο Euronews, ότι ο καλά τεκμηριωμένος σκεπτικισμός του Τραμπ για την κλιματική αλλαγή και η αντίθεση στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία σηματοδοτούν μια πιθανή απόφαση ανάκλησης των περιβαλλοντικών κανονισμών από την πλευρά των ΗΠΑ, καθώς και αυξημένη υποστήριξη για την παραγωγή ορυκτών καυσίμων.
Αυτή η αλλαγή θα μπορούσε να υπονομεύσει την ηγετική θέση της ΕΕ στη δράση για το κλίμα και να εμποδίσει τις διεθνείς επιχειρήσεις στην προώθηση βιώσιμων πολιτικών.
Ως γνωστόν, ο ίδιος ο Τραμπ δεσμεύθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατεία του να αυξήσει την παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, χθες ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την απαγόρευση νέων offshore γεωτρήσεων σε μια τεράστια θαλάσσια έκταση, επιχειρώντας να εμποδίσει την εκπλήρωση μείζονος προεκλογικής υπόσχεσης του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει δηλώσει πως θα αυξήσει την εγχώρια παραγωγή αερίου και πετρελαίου με γεωτρήσεις στη θάλασσα.