Ευοίωνες είναι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας η οποία αναμένεται να συνεχίσει να υπεραποδίδει σε ανάπτυξη έναντι της Ευρωζώνης με βασικό μοχλό την εγχώρια ζήτηση, σύμφωνα με έκθεση της ολλανδικής τράπεζας ING. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητα η χώρα με τις καλύτερες επιδόσεις στην εποχή μετά την πανδημία.
Όπως δείχνουν τα αναθεωρημένα στοιχεία του εθνικού ισοζυγίου από τον περασμένο Νοέμβριο, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και η ιδιωτική κατανάλωση είχαν μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι είχε αρχικά αναφερθεί. Ειδικότερα, η αναθεώρηση προς τα πάνω των επενδύσεων σε μηχανήματα και άλλες επενδύσεις, που κατ' αρχήν ευνοούν την αύξηση της παραγωγικότητας, υποδηλώνει ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να παραμείνει σε σταθερή αναπτυξιακή πορεία για κάποιο χρονικό διάστημα.
Η ING προβλέπει ότι η Ελλάδα θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,7% για το 2025 και 2% για το 2026. Το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα μειωθεί σε 148,6% φέτος και 144,4% το 2026, ενώ η ανεργία θα υποχωρήσει περαιτέρω στο 9,8% και 9,7% αντίστοιχα. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), στην Ελλάδα θα μειωθεί στο 4,3% φέτος και στο 2,4% το 2026. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα κυμανθεί στο -0,8% και στα δύο έτη αναφοράς.
«Η Ελλάδα αν και εξακολουθεί να επιβαρύνεται από την υψηλή αναλογία χρέους προς ΑΕΠ (πιθανότατα γύρω στο 155% το 2024), μπορεί ήδη να υπερηφανεύεται για ένα πολύ χαμηλό επίπεδο ελλείμματος (περίπου 0,8% του ΑΕΠ το 2024). Πέρυσι, η Ελλάδα είχε δημοσιονομική υπεραπόδοση χάρη στην υποχρησιμοποίηση των κρατικών δαπανών και την αύξηση των φορολογικών εσόδων και εμφάνισε πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 2,5% του ΑΕΠ. Αυτό αντανακλά, μια περιοριστική δημοσιονομική στάση, που συνεπάγεται δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ για το έτος», σημειώνεται.
Η ING συμπληρώνει ότι «με βάση τον προϋπολογισμό, η ελληνική δημοσιονομική στάση αναμένεται να γίνει σχεδόν ουδέτερη το 2025, γεγονός που αποτελεί καλό νέο για την ανθεκτικότητα της ανάπτυξης. Αυτό δεν θα πρέπει να θέσει σε κίνδυνο την περαιτέρω μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ σε περίπου 148% το 2025, κατά την άποψή μας».
«Ο κύριος λόγος ανησυχίας για το 2025 είναι η ασυνήθιστα υψηλή συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ από τη συσσώρευση αποθεμάτων που παρατηρείται το 2024. Η εξομάλυνσή της θα μπορούσε να αφαιρέσει σημαντικά από την ετήσια ανάπτυξη, ενδεχομένως χωρίς να συγκριθεί με άλλες συνιστώσες. Συνολικά, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα παραμείνει μια χώρα που θα υπεραποδίδει αναπτυξιακά στο πλαίσιο της ζώνης του ευρώ. Ωστόσο, υποψιαζόμαστε ότι το 2025, ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να επιβραδυνθεί ελαφρώς, με μέσο ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 1,7%», καταλήγει.
Βασικός μοχλός η εγχώρια ζήτηση
Το τρίτο τρίμηνο του 2024, το ελληνικό ΑΕΠ διευρύνθηκε κατά 0,3% σε επίπεδο τριμήνου (+2,4% σε ετήσια βάση), χάρη στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση, τη συσσώρευση αποθεμάτων και τις εξαγωγές.
Κινητήριος δύναμη για την αύξηση της κατανάλωσης ήταν η συνεχής βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, με σταθερή αύξηση της απασχόλησης και μείωση του ποσοστού ανεργίας 9%, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τη σταθερή αύξηση των μισθών και την αύξηση του κατώτατου μισθού, μεταφράστηκαν σε περαιτέρω άνοδο του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, παρά τον επίμονο πληθωρισμό.
Οι εξελίξεις κατά το τέταρτο τρίμηνο αναμένεται να ακολουθήσουν τον ίδιο θετικό ρυθμό. Η απασχόληση βελτιώθηκε περαιτέρω, δημιουργώντας ενδεχομένως καλύτερες συνθήκες για τη μείωση του δείκτη αποταμίευσης, ο οποίος εξακολουθούσε να είναι υψηλός στο 15,3% το τρίτο τρίμηνο. Μια πιθανή αρνητική έκπληξη θα μπορούσε να προέλθει από τα αποθέματα, τα οποία είχαν παράσχει ασυνήθιστα υψηλή συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο με μικρή επιβράδυνση της τριμηνιαίας αύξησης του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο, με τη μέση αύξηση του ΑΕΠ να κλείνει το έτος στο 2,2%.
Κατανάλωση και πάγιες επενδύσεις παίζουν σημαντικό ρόλο
Η ιδιωτική κατανάλωση θα πρέπει να επιβεβαιωθεί ως κύριος μοχλός ανάπτυξης το 2025. Η ισχύς της αγοράς εργασίας φαίνεται ότι θα συνεχιστεί, αλλά ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης θα μπορούσε να επιβραδυνθεί λόγω των αυξανόμενων δυσκολιών στην αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και των διαρθρωτικών δυσχερειών που παραμένουν. Ωστόσο, η επιβράδυνση του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια του έτους αναμένεται να συμβάλει στην αντιστάθμιση, στηρίζοντας το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και, τελικά, την ιδιωτική κατανάλωση.
Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξήσουν τη συμβολή τους σε σχέση με το 2024. Αφενός, η δυσμενής επίδραση της βάσης λόγω της σημαντικής αναθεώρησης προς τα πάνω των στοιχείων για τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου πριν από το 2024 θα εξασθενήσει. Αφετέρου, είναι λογικό να αναμένεται επιτάχυνση του επενδυτικού σκέλους του ελληνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας καθώς πλησιάζει η προθεσμία του 2026. Η Ελλάδα έχει λάβει μέχρι στιγμής επιχορηγήσεις και δάνεια ύψους 18 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, από το συνολικό ποσό των 36 δισ. ευρώ για το οποίο είναι επιλέξιμη.