Την εκτίμηση ότι «η Βόρεια Ελλάδα είναι το πιο ελπιδοφόρο τμήμα της ελληνικής επικράτειας ως προς την ύπαρξη κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών», διατυπώνει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο χημικός μηχανικός Ελευθέριος Βασιλειάδης, σύμβουλος του γενικού γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕν). Μάλιστα, εκτιμά ότι, εκτός απροόπτου, εντός του 2025 δεν αποκλείεται να καταρτιστεί η λίστα προτιμητέων επενδυτών «για κάποιο ή κάποια από τα πρότζεκτ κρίσιμων πρώτων υλών», που αφορούν τον χαλκό και το βολφράμιο στα Κιμμέρια Ξάνθης, τον γραφίτη στις Θέρμες Ξάνθης και το οξείδιο του μαγγανίου στη Δράμα. Επιπλέον, όπως γνωστοποιεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ), Διονύσης Γκούτης, υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη αντιμονίτη στο Νέο Καλλυντήρι Ροδόπης και στον Λαχανά Κιλκίς (όπου, κατά τον κ.Βασιλειάδη, υπάρχει και προσχωματικός χρυσός στον Γαλλικό Ποταμό), αν και η όλη διαδικασία βρίσκεται προς το παρόν σε πολύ πρώιμο στάδιο. Εφόσον οι δύο αυτές περιοχές στη Θράκη και το Κιλκίς -όπως και η πολύ πιο ώριμη αντίστοιχη περίπτωση στη Χίο- ενεργοποιηθούν μελλοντικά για την εξόρυξη αντιμονίτη, η Ελλάδα θα γίνει η πρώτη και μοναδική χώρα παραγωγός του στην ΕΕ, σύμφωνα με τον κ.Γκούτη. Ο ίδιος παρατηρεί ότι στον ελληνικό Βορρά υπάρχουν ενδείξεις και για ύπαρξη σπάνιων γαιών, που όμως συγκεντρώνονται σε περιοχές με σημαντική ανθρωπογενή δραστηριότητα, π.χ., τουρισμό, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εκμετάλλευσή τους.
Οι κρίσιμες πρώτες ύλες, στις οποίες περιλαμβάνονται οι σπάνιες γαίες, αποτελούν δομικά στοιχεία της παγκόσμιας οικονομίας. Ενδεικτικό είναι πως σε κάθε έξυπνο κινητό τηλέφωνο περιέχονται σχεδόν όλες, ενώ χρησιμεύουν ως βασικά συστατικά στην προηγμένη ηλεκτρονική (π.χ., μικροτσίπ και δίκτυα 5G), τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακά πάνελ και ανεμογεννήτριες), τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις μπαταρίες, την αεροδιαστημική και την αμυντική βιομηχανία. Με απλά λόγια, βρίσκονται στην καρδιά της τεχνολογικής ανάπτυξης και της πράσινης μετάβασης. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι συχνά εργαλειοποιούνται και η εφοδιαστική τους αλυσίδα απορρυθμίζεται, σε μια εποχή γεωοικονομικού κατακερματισμού, συγκέντρωσης των πηγών τους σε λίγες χώρες και πολιτικών προστατευτισμού. Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, για ορισμένες κρίσιμες πρώτες ύλες, η ΕΕ εξαρτάται σήμερα αποκλειστικά από μία χώρα: π.χ., η Κίνα καλύπτει το 100 % των αναγκών της σε βαριές σπάνιες γαίες και η Τουρκία το 98% εκείνων σε βόριο.
Το 2023, η ΕΕ κατέγραψε 34 κρίσιμες για την οικονομία της πρώτες ύλες, ενώ τον Μάρτιο του 2024 θέσπισε σχετικό ευρωπαϊκό κανονισμό, για να τονώσει την αυτάρκειά της. Στόχος είναι, μεταξύ άλλων, μέχρι το 2030 τουλάχιστον το 10% της ετήσιας κατανάλωσης κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ να προέρχεται από εξόρυξη εντός των συνόρων της. Ο κανονισμός καλεί τα κράτη-μέλη να θεσμοθετήσουν και να δημιουργήσουν μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου «σημεία μιας επαφής» (points of single contact) για τη διευκόλυνση των επενδυτών που δραστηριοποιούνται στην εξόρυξη κρίσιμων πρώτων υλών. Πού βρίσκεται η Ελλάδα σε αυτό το πεδίο; Σύμφωνα με τον κ.Βασιλειάδη, στη χώρα μας ήδη λειτουργούν στην πράξη δύο «σημεία μιας επαφής», τα οποία όμως δεν έχουν θεσμοθετηθεί. Το ένα είναι η Γενική Διεύθυνση Ορυκτών Πόρων του ΥΠΕν (για τη θεσμοθέτηση της οποίας ως σημείου μιας επαφής υπάρχει ήδη, όπως γνωστοποιεί, έτοιμη πρόταση νομοθετικής ρύθμισης) και το άλλο η Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Το πρώτο, αρμόδιο για τη διευκόλυνση των διαδικασιών έρευνας και εκμετάλλευσης, αφορά τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται μέσα σε μεταλλευτικούς χώρους και το δεύτερο επιχειρήσεις που κάνουν επεξεργασία εκτός μεταλλευτικών χώρων.
Ουσιαστικά, τα δύο αυτά σημεία μιας επαφής λειτουργούν σαν «τροχονόμοι», που διευκολύνουν τους επενδυτές. «Ανέκαθεν το κυριότερο bottleneck (εμπόδιο) στην αδειοδότηση εξορυκτικής δραστηριότητας ήταν το στάδιο της περιβαλλοντικής μελέτης, το οποίο συνοδεύεται από δημόσια διαβούλευση και απαιτεί αρκετά μεγάλο χρόνο στην πράξη. Προσπαθούμε να μειώσουμε αυτόν τον χρόνο και, στο πλαίσιο και του ευρωπαϊκού κανονισμού, στόχος είναι να δίδεται προτεραιότητα στις κρίσιμες πρώτες ύλες» εξηγεί ο κ.Βασιλειάδης και προσθέτει ότι πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι για την προώθηση της εξορυκτικής δραστηριότητας είναι η δημόσια αποδοχή, για την οποία είναι βασικό να γίνει αντιληπτό πως η εξόρυξη δεν πραγματοποιείται πλέον με μεθόδους της δεκαετίας του '50. Για παράδειγμα, λέει, για τον διαγωνισμό στη Χίο περί έρευνας και εκμετάλλευσης αντιμονίτη -του ορυκτού από το οποίο βγαίνει το πολύτιμο αντιμόνιο- υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις. Ωστόσο, γνωμοδοτήσεις καθηγητών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων (Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΑΠΘ και ΕΜΠ) δείχνουν πως δεν υπάρχει κίνδυνος για το περιβάλλον και τον άνθρωπο, εφόσον τηρούνται οι απαιτούμενες από τον νόμο προδιαγραφές και προϋποθέσεις, ενώ σε αντίστοιχο συμπέρασμα καταλήγει έρευνα της ΕΑΓΜΕ για τα ύδατα. Στον διαγωνισμό οι απαιτήσεις είναι υψηλές, αφού η εταιρεία που θα επιλεγεί πρέπει να έχει μεγάλη τεχνική δυνατότητα, υψηλά στάνταρντ χρηματοοικονομικής ικανότητας και την κατάλληλη ομάδα έργου. Επιπρόσθετα, οι εξορυκτικές εταιρείες επιβάλλεται να είναι πιστοποιημένες κατά τα πρότυπα ISO 14001 (περιβαλλοντική διαχείριση), 45001 (ασφάλεια στον χώρο εργασίας) και 9001 (έλεγχος ποιότητας) και να δεσμεύονται για την εφαρμογή των λεγόμενων BAT, ήτοι των βέλτιστων διαθέσιμων πρακτικών.
«Πολύ μεγάλη βαρύτητα στο θέμα του αντιμονίτη θα δώσουν και οι Επιθεωρήσεις Περιβάλλοντος και Μεταλλείων» τονίζει και διατυπώνει την εκτίμηση ότι, εκτός απροόπτου, μέσα στο 2025 θα έχει αρχίσει η έρευνα για τον αντιμονίτη στη Χίο, θα έχει επιλεγεί ο επενδυτής και θα έχει κατατεθεί η δεσμευτική προσφορά, ώστε να αρχίσει η έρευνα. Αντίστοιχα, μέσα στον χρόνο αναμένεται να έχει προσδιοριστεί η λίστα προτιμητέων επενδυτών για «κάποιο ή κάποια» από τα πρότζεκτ στα Κιμμέρια, τις Θέρμες Ξάνθης (όπου γίνεται η τεχνικοοικονομική μελέτη που θα προσδιορίσει την οικονομική βιωσιμότητα της εξόρυξης γραφίτη) και τη Δράμα. «Για όλα αυτά υπάρχει ενδιαφέρον και μας έχουν πλησιάσει ενδιαφερόμενοι» σημειώνει. Σε πολύ πρώιμο στάδιο βρίσκονται και οι διαδικασίες έρευνας για τον αντιμονίτη στο Καλλυντήρι Ροδόπης και τον Λαχανά Κιλκίς. Σήμερα η παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού του αντιμονίου -που χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων σε μπαταρίες και ηλιακά πάνελ και στη βιομηχανία γυαλιού- ελέγχεται σχεδόν εξολοκλήρου από τις χώρες Κίνα, Ρωσία και Τατζικιστάν, με την πρώτη να έχει περιορίσει τις εξαγωγές της, επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφαλείας. Επιπλέον, το αντιμόνιο χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων σε πυρομαχικά, γεγονός που αυξάνει τη ζήτησή του εν μέσω των πολέμων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
Η μοναδική παραγωγός αντιμονίτη στην ΕΕ
Κατά τον γενικό διευθυντή της ΕΑΓΜΕ, Διονύση Γκούτη, το υπέδαφος της Ελλάδας και της Βόρειας Ελλάδας ειδικότερα είναι πολύ πλούσιο, με πολλές ενδείξεις για κρίσιμες πρώτες ύλες «και οφείλουμε να το αξιοποιήσουμε στην προσπάθεια απεξάρτησης από τρίτες χώρες και διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας». Για το Καλλυντήρι της Ροδόπης επισημαίνει ότι η περιοχή εντάχθηκε στο ερευνητικό πρόγραμμα της ΕΑΓΜΕ για τα επόμενα χρόνια, με κονδύλια από το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο του ΥΠΕΝ, συνολικού ύψους 15 εκατ. ευρώ, «ώστε όταν εντός δύο ετών ολοκληρωθεί (το ερευνητικό πρόγραμμα), να γίνει και στη Ροδόπη ό,τι στη Χίο, δηλαδή να ακολουθήσει διαγωνισμός. Στον Λαχανά του Κιλκίς υπάρχουν επίσης ενδείξεις για αντιμόνιο. Το ερευνητικό μας πρόγραμμα εκεί αναμένεται να αρχίσει το 2025» γνωστοποιεί.
Κατά τα λοιπά, στα Κιμμέρια της Ξάνθης, η κοιτασματολογική μελέτη (για τον χαλκό και το βολφράμιο), ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2023 με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ και παραδόθηκε ήδη στο υπουργείο. «Έχουμε ενδιαφέρον από ιδιωτικές εταιρείες, αλλά (για να δούμε τι ακριβώς υπάρχει εκεί) χρειάζεται να εκκινήσει ο διαγωνισμός για την εκμίσθωση δικαιώματος έρευνας και εκμετάλλευσης» σημειώνει, ενώ προσθέτει ότι στη Σάμο υπάρχουν «συγκρατημένα ενθαρρυντικές ενδείξεις» για λίθιο: «ήδη κάνουμε εκεί προκαταρκτική έρευνα, την οποία σκοπεύουμε να συνεχίσουμε τα επόμενα ένα- δύο χρόνια». Σήμερα, προσθέτει, το κυριότερο εμπόδιο για την εξορυκτική δραστηριότητα είναι το αδειοδοτικό και οι δικαστικές περιπέτειες τέτοιων εγχειρημάτων: «από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η προσπάθεια μέχρι την εκμετάλλευση μεσολαβούν πέντε έως επτά χρόνια» λέει.
Προσθέτει ότι οι τοπικές κοινωνίες πάντα έχουν επιφυλάξεις, αλλά πρέπει να γίνει αντιληπτό πως δεν βρισκόμαστε πλέον τις δεκαετίες του '30 ή του '50 και ότι η εξόρυξη έχει ασφάλεια, μέριμνα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις κι αυστηρό θεσμικό πλαίσιο. «Χρειάζεται να εκμεταλλευτούμε τον ορυκτό μας πλούτο με βιώσιμο τρόπο και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Κάθε μία άμεση θέση εργασίας στον μεταλλευτικό τομέα δημιουργεί τρεις έμμεσες» σημειώνει και συμπληρώνει πως γίνονται εκδηλώσεις αναλυτικής ενημέρωσης και διαβουλεύσεις, όπως πρόσφατα έγινε και στη Χίο.
«Η Ελλάδα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στις κρίσιμες πρώτες ύλες, υπό την προϋπόθεση ότι τα στοιχεία που εμποδίζουν τέτοιες επενδύσεις συνολικά στην Ευρώπη και όχι μόνο στη χώρα μας, θα αποδυναμωθούν. Κάθε φορά που στις Βρυξέλλες ένας αξιωματούχος φταρνίζεται, προστίθεται κόστος στη δική μας παραγωγή, ενώ δίπλα μας, η Τουρκία πουλάει χωρίς τέτοιους περιορισμούς. Η ΕΕ έχει κλείσει το ένα τρίτο της παραγωγής πρώτων υλών της σε λίγα χρόνια, που σήμερα είναι 35% λιγότερο σε σχέση με το 2000» παρατηρεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου, πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) και CEO της ΓΕΩΕΛΛΑΣ. Προσθέτει ότι θεωρεί παράλογη τη «γκρίνια» που εκδηλώνεται για εξορύξεις που γίνονται με όλες τις διασφαλίσεις για το περιβάλλον και την ασφάλεια της εργασίας, όταν όλοι έχουμε ένα κινητό στην τσέπη, ένα ΙΧ και ένα μοτέρ με ρουλεμάν, στα οποία χρησιμοποιείται για παράδειγμα αντιμόνιο.
Εκτιμά πως σίγουρα μπορεί να υπάρξει βιώσιμη δραστηριότητα στην Ελλάδα στον τομέα των κρίσιμων πρώτων υλών κι εκτιμά ότι η συνεισφορά της μεταλλευτικής δραστηριότητας στο ΑΕΠ μπορεί να διπλασιαστεί στα επόμενα χρόνια. «Η μεταλλευτική δραστηριότητα συνολικά συνεισφέρει με 2% στο ΑΕΠ της Ελλάδας, ποσοστό που μπορούμε να το διπλασιάσουμε πριν από το 2030, χωρίς μάλιστα να συνυπολογίζω τους λιγνίτες και το νικέλιο. Μεγάλο κομμάτι αυτής της συνεισφοράς, πάνω από το 50% της όλης προσφοράς στο ΑΕΠ, αντιστοιχεί στη Βόρεια Ελλάδα και το ποσοστό αυτό φτάνει στο 60%-70% αν συνυπολογιστεί το μάρμαρο» καταλήγει.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ