Ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος με μείωση των κόκκινων δανείων, δημοσιονομική σταθερότητα με μείωση του δημόσιου χρέους και προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Αυτοί είναι οι τρεις παράγοντες που οδήγησαν στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας σε «BBB» με σταθερό outlook από τον οίκο αξιολόγησης DBRS.
Αυτές είναι οι παράμετροι που θα μετρήσουν και για τις επόμενες αξιολογήσεις, με πρώτη και κύρια αυτή που έρχεται την επόμενη Παρασκευή από τη Moody’s, η οποία είναι και ο μόνος από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης που κρατά τη χώρα μας εκτός επενδυτικής βαθμίδας.
Η χθεσινή αναβάθμιση πάντως που χαιρετίστηκε ως μια ακόμη «ψήφος εμπιστοσύνης» στην Ελλάδα από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη έρχεται ως μια εξέλιξη που μειώνει το επενδυτικό και οικονομικό ρίσκο της χώρας, σε μια εποχή κατά την οποία οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αυξάνονται. Όπως αυξάνεται και η αβεβαιότητα λόγω και των πολιτικών που ακολουθεί η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ.
Οι τρεις παράγοντες αναβάθμισης
Η έκθεση της DBRS τονίζει τρία βασικά σημεία που οδήγησαν στην αναβάθμιση της χώρας μας στο δεύτερο «σκαλοπάτι» της επενδυτικής βαθμίδας:
Πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές και σε καλή θέση να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών έχει υποχωρήσει σημαντικά και βρίσκεται πλέον κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 2%.
Δεύτερον τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν έναντι των δημοσιονομικών στόχων με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα -κοντά στο 2,4% κατά μέσο όρο - στο μέλλον. Ο οίκος εκτιμά μάλιστα πως το δημοσιονομικό ισοζύγιο της κυβέρνησης μπορεί να κλείσει και με ένα μικρό πλεόνασμα το 2024.
Τρίτον, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται ψηλά στην ελληνική ατζέντα. Όπως σημειώνει ο οίκος η «υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο Ελλάδα 2.0, παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης αδυναμιών στο σύστημα δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης και της ενίσχυσης του συστήματος δημόσιας υγείας».
Στα παραπάνω προστίθενται:
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας η οποία σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκε χθες έκλεισε στο 2,3% με την DBRS να σημειώνει πως η ελληνική οικονομία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης, για τουλάχιστον δύο ακόμη χρόνια.
Διαβάστε επίσης: Στο 2,3% κλείδωσε η ανάπτυξη το 2024 - Με ρυθμό 2,6% έτρεξε το τέταρτο τρίμηνο
Η μείωση του δημόσιου χρέους συνεχίζεται με απρόσκοπτο ρυθμό. «Ο δείκτης δημόσιου χρέους κορυφώθηκε στο 209,4% το 2020 προτού υποχωρήσει στο 154% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010, με περαιτέρω υποχώρηση να είναι πιθανή μεσοπρόθεσμα», σημειώνει η DBRS αναφέροντας πως με η χώρα μας καταγράφει μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις του δημοσίου χρέους στη σύγχρονη εποχή, καθώς ο σχετικός δείκτης έχει μειωθεί κατά 60 μονάδες μέσα σε πέντε χρόνια.
Οι κίνδυνοι και οι αδυναμίες
Στην έκθεση της DBRS όμως περιγράφονται και χρόνιες αδυναμίες που περιορίζουν τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας όπως το δημόσιο χρέος που παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Ο οίκος σημειώνει ακόμη αδυναμίες στο σύστημα δικαιοσύνης, τη δημόσια διοίκηση και την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και τονίζει πως εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» παραμένει κορυφαία προτεραιότητα για την αντιμετώπιση αυτών των αδυναμιών.
Σύμφωνα με την DBRS, η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις διατηρώντας τις ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ωστόσο όσο πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές υπάρχει ο κίνδυνος να χάσει τη δυναμική της η πρόοδος στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με μια επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα κρατικά έσοδα, νέες πιέσεις στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα μέτρα στήριξης και στην εμφάνιση ακραίων φυσικών φαινομένων λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Τα επόμενα «ραντεβού»
Πέρα από τη Moody’s που θα δώσει την επόμενη αξιολόγηση της ελληνικής πιστοληπτικής ικανότητας την ερχόμενη Παρασκευή 14 Μαρτίου, αναμένουμε στις 18 Απριλίου την έκθεση της S&P που δίνει στη χώρα μας ΒΒΒ- με θετικές προοπτικές. Θα ακολουθήσει στις 16 Μαΐου η Fitch που βαθμολογεί την Ελλάδα επίσης με ΒΒΒ- αλλά με σταθερές προοπτικές.