Οι αλλαγές που φέρνει η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) είναι πολλές και οι ενέργειες που θα απαιτούνται από τους αγρότες μας για να λαμβάνουν τελικά τις ενισχύσεις τους είναι σημαντικά περισσότερες σε σχέση με την προηγούμενη ΚΑΠ.
Το ποσό που θα μοιράζεται ετησίως, από το 2023 έως και το 2027, στους αγρότες στην πλειοψηφία αυτών, μειώνεται, ενώ για να πάρουν (αν πάρουν) τα χρήματα που μέχρι και το 2022 λάμβαναν απαιτούνται επιπλέον ενέργειες από αυτούς και κατά συνέπεια περισσότερα έξοδα.
Οι αγρότες, αν θέλουν να λαμβάνουν γεωργικές ενισχύσεις, υποχρεούνται πλέον να καλλιεργήσουν πιο φιλοπεριβαλλοντικά, με κύριο άξονα την παραγωγή βιολογικών προϊόντων. Αν δεν επιθυμούν να καλλιεργήσουν βάσει του προτύπου της βιολογικής γεωργίας, για να εισπράξουν επιπλέον χρήματα, ώστε να φτάσουν στα ποσά του 2022 περίπου, θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα σε πολλές δράσεις οι οποίες θα τους υποχρεώνουν να αποδείξουν ότι προστατεύουν το περιβάλλον καταναλώνοντας λιγότερο νερό, λιπαίνουν το χωράφι τους με λιπάσματα αργής αποδέσμευσης (που συνήθως είναι πιο ακριβά), να καταγράφουν εισροές εκροές, να λιπαίνουν με κομπόστ που προέρχεται από το θρυμμάτισμα των κλαδιών, να καλλιεργούν στις γραμμές ανάμεσα στα δέντρα φυτά που είναι χρήσιμα για τα ωφέλιμα έντομα ή να κάνουν καταστροφέα και άλλες πολλές τέτοιες δράσεις.
Κάθε φιλοπεριβαλλοντική δράση, έχει τα θετικά της ως προς το περιβάλλον, ωστόσο έχει και τα αρνητικά της. Μπορεί με την εφαρμογή των οικολογικών σχημάτων να προστατεύεται το περιβάλλον, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις δύναται να μειώνεται η παραγωγική ικανότητα της γης και ταυτόχρονα αυξάνεται το κόστος παραγωγής των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων.
Στην παρούσα φάση και με τη ρευστότητα των αγροτών να μην είναι στα καλύτερα της... μάλλον θα γίνει κακή εφαρμογή των οικολογικών σχημάτων, ενώ πολλοί είναι αυτοί που δηλώνουν πως αδυνατούν να πληρώσουν τα έξοδα που απαιτούνται για να εφαρμόσουν κάποιο οικολογικό σχήμα. Από τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς πως στην υπάρχουσα τάση προς τη μείωση προσφοράς γεωργικών προϊόντων, θα προστεθούν και οι παραπάνω προβληματισμοί που θα ενισχύσουν αυτή την μείωση.
Μείωση προσφοράς ωστόσο, σημαίνει αύξηση τιμών. Την αύξηση αυτή, όπως συμβαίνει πάντα, δε θα την απορροφήσουν οι μεσάζοντες αλλά οι καταναλωτές. Το «πιάτο» μας μακροπρόθεσμα θα γίνει σίγουρα πιο ακριβό και εξαρτώμενο από τις εισαγωγές.
Μπορεί κατά καιρούς, διάφοροι αστοί να αναφέρονται στις γεωργικές ενισχύσεις και τα υπέρογκα (κατά αυτούς) ποσά που λαμβάνουν οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι της χώρας μας, ωστόσο πρέπει να γίνει κατανοητό πως αυτές δίνονται με γνώμονα τη μείωση ή τη συμβολή στο κόστος παραγωγής και τελικά τη μείωση της τιμής πώλησης του παραγόμενου προϊόντος στους καταναλωτές. Όσο λοιπόν αυτές οι επιδοτήσεις μειώνονται ή δίνονται με δυσκολότερο (και συχνά πιο «ακριβό») τρόπο, τόσο θα αυξάνεται το κόστος παραγωγής και όπως είναι φυσικό τόσο πιο ακριβό θα είναι για εμάς το καλάθι του σούπερ μάρκετ...