Στη σύγχρονη εποχή, οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται σε έναν συνεχή αγώνα για την εξισορρόπηση των αναγκών και των αιτημάτων των αγροτών ενώ ταυτόχρονα υπάρχει ανάγκη για αποφασιστική δράση ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, και η Ελλάδα αποτελούν μόνο μερικά από τα παραδείγματα χωρών όπου οι διαμαρτυρίες των αγροτών έχουν γίνει έντονες, υπενθυμίζοντας σε όλους μας την ισχυρή επιρροή που μπορούν να ασκήσουν στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αυτό συμβαίνει καθολικά.
Τα αιτήματα των αγροτών και οι πολιτικές απαιτήσεις αποτελούν μια σύνθετη εξίσωση, με τις ετήσιες γεωργικές επιδοτήσεις της ΕΕ να φτάνουν περίπου τα 60 δισ. ευρώ, δηλαδή έως και το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της Ένωσης. Η πρόκληση για τους ευρωπαίους πολιτικούς είναι η εύρεση ενός ισορροπημένου τρόπου αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, χωρίς να αγνοούν τις ανάγκες των αγροτών.
Παρά το γεγονός ότι η γεωργία αντιμετωπίζεται συχνά ως ένας προνομιούχος τομέας από την ΕΕ, η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Η γεωργία συνδέεται με μεγάλους κινδύνους και πενιχρά οφέλη, ειδικά για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι και τα συμπιεσμένα περιθώρια κέρδους, εξαιτίας του πληθωρισμού και των διεθνών συγκρούσεων, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, έχουν επιδεινώσει την κατάσταση.
Στην τελευταία Κοινή Αγροτική Πολιτική, η Ευρωπαϊκή Ένωση εστιάζει στην προώθηση της «Πράσινης Συμφωνίας» και της στρατηγικής «από το αγρόκτημα στο πιάτο», που στοχεύουν στη μείωση των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων και στην αναμόρφωση των γεωργικών πρακτικών. Αυτές οι πολιτικές, παρόλο που είναι απαραίτητες για την κλιματική αλλαγή, φέρνουν επιπλέον βάρη στους αγρότες, που ήδη αντιμετωπίζουν αυξημένα κόστη και γραφειοκρατικές δυσκολίες. Δυστυχώς αυτές οι πολιτικές αποφάσεις ελήφθησαν προ των κρίσεων Covid-19 και του Ρωσσοουκρανικού πολέμου και σήμερα, το 2024, είναι μάλλον μη εφαρμοστέες. Ήδη βλέπουμε κάποιες υποχωρήσεις να συμβαίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με την αρχικά σκληρή στάση, όπως για παράδειγμα η πρόταση για παρέκκλιση του κανόνα της αγρανάπαυσης (4%) και για το 2024, ενώ μια πιο σημαντική υποχώρηση φαίνεται πως είναι και η ανακοίνωση από την κυρία Φον ντερ Λάιεν για την απόσυρση επίμαχου νόμου για τα φυτοφάρμακα που προέβλεπε τη μείωση της χρήσης των φυτοφαρμάκων κατά 40% έως το 2030 σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επικείμενη διεξαγωγή των ευρωεκλογών τον Ιούνιο αυξάνει την πίεση για την εύρεση λύσεων που θα εξισορροπήσουν τις αντικρουόμενες ανάγκες.
Η ανάγκη για μια ευρύτερη συζήτηση για την επισιτιστική ασφάλεια και το κόστος της πράσινης μετάβασης είναι επείγουσα. Η εξεύρεση τρόπων για την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στη γεωργία, καθώς και η δημιουργία πιο βιώσιμων και οικονομικά ανθεκτικών αγροτικών επιχειρήσεων, θα είναι καθοριστική για την επίτευξη μιας ισορροπημένης και δίκαιης μετάβασης προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Η πολιτική βούληση για την επίτευξη αυτής της ισορροπίας θα κρίνει την ικανότητα της Ευρώπης να προχωρήσει μαζί, αντιμετωπίζοντας τόσο τις κλιματικές προκλήσεις όσο και τις ανάγκες των αγροτών της. Μόνο μέσω της συνεργασίας και της διαλλακτικότητας μπορεί να βρεθεί ένας δρόμος που θα οδηγήσει σε μια βιώσιμη και δίκαιη μελλοντική ευρωπαϊκή γεωργία.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν υπάρχει πραγματικά αυτή η πρόθεση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για μια μεγάλη στροφή και τελικά προσαρμογή στα δεδομένα της εποχής μας.