Οι πρόσφατες βροχές στη χώρα μας ήρθαν να διακόψουν μια παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας πολλών μηνών. Ένας καλός δείκτης για να ξέρουμε τι γίνεται με την κατάσταση των νερών στην Ελλάδα είναι η μηνιαία μέτρηση των υδατικών αποθεμάτων στους μεγάλους ταμιευτήρες των υδροηλεκτρικών σταθμών. Αυτή δείχνει ότι από τον Μάρτιο 2024 και μετά βρισκόμαστε πάντα κάτω από το επίπεδο της μέτριας υδραυλικότητας, τον δε Αύγουστο πλησιάσαμε το επίπεδο της χαμηλής υδραυλικότητας. Αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες που βιώσαμε σχεδόν όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού άνοιξε πολλές συζητήσεις για τη λειψυδρία και το τι πρέπει να κάνουμε στην Ελλάδα ώστε να έχουμε επάρκεια νερού στα επόμενα, δύσκολα λόγω κλιματικής αλλαγής, χρόνια. Μέχρι τώρα αυτή η συζήτηση έχει επικεντρωθεί κυρίως στον αστικό ιστό και το πόσο νερό καταναλώνουμε ή σπαταλούμε και στις απώλειες στα δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης στις πόλεις και τα χωριά.
Αλλά το νερό που καταναλώνουμε στα σπίτια μας και η καλή ή κακή κατάσταση των δημόσιων και δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης δεν είναι καν ο ελέφαντας στο δωμάτιο. Γιατί το πολύ μεγάλο πρόβλημα με τη διαχείριση και τη σπατάλη του νερού στην Ελλάδα έχει να κάνει με το αγροτικό νερό, αυτό δηλαδή που χρησιμοποιείται για το πότισμα των περίπου 10 εκατομμυρίων στρεμμάτων αρδευόμενης αγροτικής γης στη χώρα μας. Η φράση-κλισέ με τον ελέφαντα δεν είναι άστοχη στην περίπτωσή μας, καθώς στην άρδευση καταναλώνεται περίπου το 85% των υδατικών πόρων ετησίως στην Ελλάδα. Κι αυτό βέβαια το νούμερο δεν είναι και πολύ σίγουρο αφού ως χώρα δεν έχουμε ακόμα κατορθώσει ούτε να μετρήσουμε με ακρίβεια το πόσο νερό χρησιμοποιείται στον αγροτικό τομέα. Άλλα νούμερα περιλαμβάνονται στα Σχέδια Διαχείρισης και άλλα καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ (και στέλνει στη Eurostat) όπως πολύ εύστοχα αναδεικνύει η σχετική μελέτη της Διανέοσις από το 2022. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, οι απώλειες αγροτικού νερού στην Ελλάδα, λόγω εξάτμισης και διαρροών στα δίκτυα, πλησιάζουν το 27%. Αυτό συνεπάγεται απώλειες περίπου 1,5 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού κάθε χρόνο. Δηλαδή περισσότερο από το νερό που μεταφέρει ο Νέστος στη θάλασσα στη διάρκεια ενός ολόκληρου χρόνου!
Για να μπορέσουμε να αλλάξουμε αυτή τη δραματική εικόνα, πρέπει οπωσδήποτε να μεταρρυθμίσουμε —ριζικά και θεμελιωδώς— τους οργανισμούς που έχουν την ευθύνη για τη διαχείριση του μεγάλου μέρους του αγροτικού νερού. Να αλλάξουμε δηλαδή τους ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ. Οι περισσότεροι ΤΟΕΒ δεν έχουν οργανωμένα τμήματα, έχουν αναποτελεσματικές διοικήσεις χωρίς καμία τεχνογνωσία ενώ τα οικονομικά τους είναι σε κακή κατάσταση κι έτσι δεν μπορούν να κάνουν καλή συντήρηση των αρδευτικών έργων στην περιοχή τους. Επιπλέον έχουν αδυναμία να επιβάλουν τη χρήση ορθών πρακτικών άρδευσης κι έτσι βλέπουμε ακόμα καλλιέργειες να ποτίζονται με τρόπο παρόμοιο αυτού που χρησιμοποιούνταν στην οθωμανική περίοδο!
Εδώ είναι λοιπόν το μεγάλο στοίχημα, περιβαλλοντικό, οικονομικό, αναπτυξιακό. Η μεταρρύθμιση στη διαχείριση του αγροτικού νερού μπορεί να αλλάξει το τοπίο στην περιφέρεια —και τη χώρα εν γένει— και οφείλει να είναι βασικό στοιχείο μιας προοδευτικής πολιτικής ατζέντας.