Μιλώντας στο πλαίσιο του 7ου Θερινού Πανεπιστημίου -που είναι αφιερωμένο στη θεματική «Γλώσσα και Ελευθερία της Έκφρασης»- ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος ανέπτυξε το θέμα «Ελληνική Γλώσσα και Ελληνικός Πολιτισμός» και επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Η έρευνα, ιδίως στο πεδίο των Κλασικών Γραμμάτων, και μάλιστα όχι μόνο εντός Ελλάδας αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα -κατ’ εξοχήν δε στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής πνευματικής δημιουργίας- έχει καταδείξει, με αμάχητα τεκμήρια, τους άρρηκτους δεσμούς της Ελληνικής Γλώσσας, από τις καταβολές της ως σήμερα, με τον Πολιτισμό. Συγκεκριμένα δε η ανάδειξη της σχέσης της Ελληνικής Γλώσσας με τον Πολιτισμό, εν γένει, συνιστά πραγματικότητα, η οποία υπερβαίνει, κατά πολύ, τα σύνορα της Ελλάδας και αφορά, κυρίως μέσω του Ελληνικού Πολιτισμού από τις απαρχές του ως σήμερα, την υπεράσπιση του συνόλου του Δυτικού Πολιτισμού -άρα και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, που είναι ούτως ή άλλως ο πυρήνας του- καθώς και την εμπέδωση της δυνατότητάς του να διαλέγεται, αρμονικά και αποδοτικά, με άλλους Πολιτισμούς. Και καθένας αντιλαμβάνεται, ιδίως στους ταραγμένους καιρούς μας, την κρίσιμη, κυριολεκτικώς, σημασία του Διαλόγου των Πολιτισμών και για την εμπέδωση, παγκοσμίως, των αρχών και αξιών του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης, μ’ έμφαση στο πεδίο της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
Α. Η άρρηκτη σύνδεση του Ελληνικού Πολιτισμού με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει, κατά κύριο λόγο, από το ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός υπήρξε, εξ’ υπαρχής, Πολιτισμός ιδίως του γραπτού λόγου.
1. Με την έννοια ότι είναι το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και ιδίως των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων. Ο γραπτός λόγος όμως είναι και το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα. Άρα στην βάση του γραπτού λόγου είναι η γλώσσα. Κατά τούτο δε η γλώσσα, πριν καταστεί μέσο εξωτερίκευσης της σκέψης και, επέκεινα, μέσο επικοινωνίας με τρίτους δια της διάδοσής της κυρίως μέσω του γραπτού λόγου, είναι, προηγουμένως και αναποδράστως, το μέσο δημιουργίας και διαμόρφωσης της σκέψης. Με άλλες λέξεις αυτή η «ενδοσκοπική» θεώρηση της γλώσσας, ως δημιουργού της σκέψης, εμφανίζει οιονεί «αρχετυπικά» χαρακτηριστικά, δοθέντος ότι δίχως την δημιουργία και την διαμόρφωση της σκέψης, μέσω της γλώσσας, είναι ουσιαστικώς αδύνατη και αδιανόητη η «εξωτερίκευσή» της, βεβαίως κατά τον προορισμό της, δηλαδή προκειμένου να καταστεί, μέσω της επικοινωνίας, «κτήμα» τρίτων. Περαιτέρω, η «τελειότητα» -στο μέτρο που της αναλογεί σε σχέση με τις λοιπές- της γλώσσας κρίνεται, δίχως αμφιβολία, από την δύναμή της να συμβάλλει στην όσο το δυνατόν πληρέστερη και ολοκληρωμένη δημιουργία και διαμόρφωση της σκέψης, έτσι ώστε παίρνοντας η τελευταία την μορφή της Γνώσης και, έπειτα, της «Σοφίας», ήτοι της Επιστήμης, να δώσει στην γλώσσα την δυνατότητα της επικοινωνίας με τρίτους, άρα να της επιτρέψει να «χαράξει» τον δρόμο γέννησης Πολιτισμού.
2. Η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα, αλλά το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την μέχρι σήμερα εξέλιξή του. Και όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο γεγονός, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα. Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική Διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, στενά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων.
Β. Θεωρώ τον μέγιστο Ιστορικό Θουκυδίδη ως τον πιο κατάλληλο για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια. Πραγματικά ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή των «Ιστοριών» του, καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου. Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μιαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε ιωνική βάση. Στο ίδιο, κατά βάση, συμπέρασμα καταλήγει στις μέρες μας ο μεγάλος νομπελίστας Ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, με τους εξής στίχους από το ποίημά του «Άξιον Εστί» (Ενότητα «Τα Πάθη»): «Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου». Μέσ’ απ’ αυτήν την μακραίωνη εξέλιξή της η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε δημιουργός της Ελληνικής Παιδείας, ήτοι του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, και συνιστά πάντα την βάση του Ελληνικού Πολιτισμού.
Γ. Επιπλέον, αποτελεί αδιαμφισβήτητο ιστορικό κεκτημένο ότι η Ελληνική Παιδεία και ο Ελληνικός Πολιτισμός έχουν ως κορωνίδα την Ελευθερία της Σκέψης και της Διανόησης. Ελευθερία, η οποία είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με το σύστημα της Άμεσης Δημοκρατίας ιδίως της Κλασικής Αρχαιότητας, στην Αθήνα πρωτίστως. Άρα Ελευθερία, η οποία αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, και την πραγματική σχέση της Ελληνικής Γλώσσας με το ως άνω σύστημα της Άμεσης Δημοκρατίας. Ειδικότερα, η σχέση της Άμεσης Δημοκρατίας -που, κατά τα προλεχθέντα, διαμορφώθηκε κατ’ εξοχήν στην Αρχαία Αθήνα και από εκεί «μεταλαμπαδεύθηκε», με κύριο πεδίο εξάπλωσής της πόλεις-κράτη τα οποία επηρέασε, αμέσως ή εμμέσως, η Αρχαία Αθήνα, διαρκώντας μόλις 200, περίπου, χρόνια- με την Ελληνική Γλώσσα υπήρξε διαλεκτική. Με την έννοια ότι η Ελληνική Γλώσσα «πήρε» από την Άμεση Δημοκρατία αλλά και «έδωσε» στην Άμεση Δημοκρατία. Τούτο οφείλεται στο ότι κάθε γλώσσα, κυρίως όμως η Ελληνική Γλώσσα, αποτυπώνει πιστά, οιονεί «εκ φύσεως», τις «πιέσεις» που ασκούνται στην κοινωνία, δηλαδή στο πεδίο ανάπτυξης της γλώσσας.
Δ. Η Επιστήμη των Μαθηματικών μαρτυρεί αψευδώς ως προς την αλήθεια ότι η Ελληνική Γλώσσα υπήρξε δημιουργός της Επιστήμης, εν γένει. Και αυτό διότι αποφασιστική, από πλευράς επιστημονικής δημιουργίας στην Αρχαία Ελλάδα, υπήρξε -φυσικά μεταξύ άλλων- η «συνάντηση» της Ελληνικής Γλώσσας με την Επιστήμη των Μαθηματικών. Και αυτή η «συνάντηση» ήταν η αιτία, η οποία εξηγεί το γιατί και άλλοι, βεβαίως, Λαοί στην Αρχαιότητα είχαν αξιοσημείωτη γνώση των μαθηματικών, πλην όμως οι Έλληνες πρωτοπόρησαν στην Επιστήμη των Μαθηματικών, με κολοφώνα τα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, όπως προκύπτει ιδίως από το ότι μοναδική υπήρξε η συμβολή των Αρχαίων Ελλήνων στον τομέα των μαθηματικών, σε ό,τι αφορά την σύνθεση προβλήματος και απόδειξης. Και για την ακρίβεια, σε ό,τι αφορά από την μια πλευρά την διαμόρφωση του προβλήματος, μέσω της διατύπωσης του θεωρήματος με την μαθηματική εκείνη ιδιότητα, η οποία του προσδίδει την πιο γενική μορφή. Και, από την άλλη πλευρά, την προσθήκη, στην διαδικασία λύσης του προβλήματος, της κατάλληλης απόδειξης. Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται το ότι η παραγωγή και η επαγωγή αναπτύχθηκαν στην Ελληνική διανόηση πολύ ενωρίς, με την εμφάνιση της εμπειρικής γλώσσας των Ιώνων στην Φιλοσοφία και ήδη στην Αρχαϊκή Ποίηση. Μέσα, λοιπόν, σε αυτή την εμβληματική «διαδρομή» η Ελληνική Γλώσσα κατέστησε εφικτή και την δημιουργία γλωσσικών διατυπώσεων τέτοιας «αφαιρετικότητας», ώστε να μπορεί να «συντονίζεται» ευχερώς ακόμη και με ακραίως αφηρημένα μαθηματικά σύμβολα. γι’ αυτό και η Ελληνική Γλώσσα αναδείχθηκε στην πιο κατάλληλη «μεταγλώσσα» ως προς τα Μαθηματικά, προκαλώντας την «έκρηξη» της εν γένει μαθηματικής γνώσης.
Ε. Η ιστορική εξέλιξη της Ελληνικής Γλώσσας αποδεικνύει, επιπλέον, ότι η σχέση της με τον Ελληνικό Πολιτισμό ήταν και παραμένει διαλεκτική. Με την έννοια ότι βεβαίως όσο μια γλώσσα είναι σε θέση να εκφράσει και να διατυπώσει, άρα και ν’ αποτυπώσει, μεγάλα νοήματα και να συμβάλλει στην αναζήτηση της Επιστημονικής Αλήθειας και την στερέωση της «Σοφίας» -φυσικά ως Επιστήμης- τόσο πιο σημαντικός είναι ο Πολιτισμός που στηρίζεται σε αυτή. Και, e contrario αλλά συνακόλουθα, όσο πιο σημαντικός, προς την ως άνω κατεύθυνση, γίνεται ένας Πολιτισμός, τόσο περισσότερο και η γλώσσα καταξιώνεται ως μέσο διαμόρφωσης και έκφρασής του. Επέκεινα, η γλώσσα αυτή επιτρέπει ή και διευκολύνει, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τον Διάλογο των Πολιτισμών. To συμπέρασμα τούτο εδράζεται και στο ότι ο πραγματικός Πολιτισμός, ο οποίος από την φύση του έχει στο επίκεντρό του τον Άνθρωπο, σέβεται, δίχως εκπτώσεις και συμβιβασμούς, την διαφορετικότητα του Ανθρώπου. Και τούτο διότι ως ύψιστο δείγμα στοιχειώδους Ανθρωπισμού, ο σεβασμός της διαφορετικότητας ισοδυναμεί με τον σεβασμό της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού. Υπό τα δεδομένα αυτά, σε θεσμικό και αξιακό γενικότερα επίπεδο, ο σεβασμός της διαφορετικότητας του Ανθρώπου καθίσταται θεμελιώδες πρόταγμα Δημοκρατίας και Πολιτισμού. Η γλώσσα είναι, δίχως αμφιβολία, στοιχείο της διαφορετικότητας του Ανθρώπου. Όσο δε μεγαλύτερη είναι η ικανότητα της γλώσσας να «παράγει» Πολιτισμό -όπως συμβαίνει, αναμφισβητήτως, με την Ελληνική Γλώσσα- τόσο περισσότερο προσφέρεται για να υπηρετήσει τον μεγάλο στόχο του Διαλόγου των Πολιτισμών.
Μια τέτοια θεώρηση της Γλώσσας και του Πολιτισμού, με αφετηρία την Ελληνική Γλώσσα και τον Ελληνικό Πολιτισμό, αποδεικνύει ότι είναι ακριβώς αυτός ο Διάλογος των Πολιτισμών που, επιπροσθέτως, δίνει ηχηρή απάντηση στους ανιστόρητους εκείνους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει σήμερα δήθεν «σύγκρουση» μεταξύ Πολιτισμών. Ισχυρισμός, που οδήγησε ως και σε καταστροφικές επιλογές εξωτερικής πολιτικής από πλευράς Πολιτικών της Δύσης και της Ευρώπης. Ας γίνει κατανοητό τούτο: Στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε δεν υπάρχει σύγκρουση Πολιτισμών, αφού κανένας πραγματικός Πολιτισμός δεν μπορεί, από την φύση του, να συγκρούεται με άλλους, εξίσου πραγματικούς, Πολιτισμούς. Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι πολλές φορές, δυστυχώς -όπως συμβαίνει και στην εποχή μας- υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης μεταξύ Πολιτισμών, γεγονός που δυσχεραίνει επικίνδυνα την ειρηνική συνύπαρξη των Λαών. Επομένως, ενδεδειγμένη λύση είναι η κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήτοι η επιλογή του Διαλόγου μεταξύ των Πολιτισμών, στον οποίο ο Ελληνικός Πολιτισμός, με θεμέλιο την Ελληνική Γλώσσα και τα επιτεύγματά της στον χώρο του Πνεύματος, οφείλει και μπορεί, υπό όρους ισοτιμίας προς τους άλλους Πολιτισμούς και υπό συνθήκες αμοιβαίου σεβασμού, να διαδραματίσει, πολλαπλώς, σημαντικό ρόλο στον σύγχρονο ταραγμένο Κόσμο μας.»