Καθώς ο πλανήτης παρακολουθεί τις εξελίξεις με «κομμένη την ανάσα», ο διπλωματικός «πυρετός» μεταξύ Δύσης και Ρωσίας για την κλιμακούμενη ένταση στα σύνορα με την Ουκρανία, καλά κρατεί, αν και χωρίς κανένα αποτέλεσμα μέχρι στιγμής, με την κατάσταση να θυμίζει πολεμική προετοιμασία και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές.
Ακόμα και η τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Τζο Μπάιντεν το Σαββατοκύριακο, με τον Αμερικανό πρόεδρο να επαναλαμβάνει την απειλή των κυρώσεων, έπεσε στο κενό, την ίδια στιγμή που τα κράτη το ένα μετά το άλλο αποσύρουν από την Ουκρανία τους διπλωμάτες τους αλλά και τους πολίτες τους.
Είχαν προηγηθεί η επεισοδιακή συνάντηση της Βρετανίδας υπ. Εξωτερικών Λιζ Τρους με τον Ρώσο ομόλογο της Σεργκέι Λαβρόφ, οι συναντήσεις Πούτιν-Μακρόν αλλά και μια συνάντηση του σχήματος της Νορμανδίας, Ουκρανία, Ρωσία, Γερμανία και Γαλλία, η οποία δεν κατάφερε να συμφωνήσει σε τίποτα.
Με την θερμοκρασία να ανεβαίνει επικίνδυνα, η Ουκρανία την Δευτέρα ζήτησε να επανέλθει η Ρωσία στις διαπραγματεύσεις εντός 48 ωρών, με τον Λαβρόφ να συμβουλεύει τον πρόεδρο του να μην διακόψει τις συνομιλίες επιμένοντας σε μια διπλωματική λύση της κρίσης, ενώ την ίδια στιγμή, ο Ουκρανός πρόεδρος ανακοίνωνε πως η χώρα του επιμένει στην ένταξη της στην βορειοατλαντική συμμαχία.
Ωστόσο, ακόμα και μια επανάληψη των συνομιλιών είναι άγνωστο πού θα οδηγήσει καθώς και οι δύο πλευρές εμμένουν στις θέσεις τους: από την μία, η Ρωσία μεταξύ άλλων απαιτεί να μπει φραγμός στην είσοδο της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και, από την άλλη, οι δυτικές δυνάμεις απαιτούν να αποσυρθούν οι ρωσικές δυνάμεις από τα σύνορα με την Ουκρανία, την ίδια στιγμή που οι ίδιες «γεμίζουν» όλη την ανατολική Ευρώπη με στρατό και πολεμικό εξοπλισμό.
Βαδίζουμε προς πόλεμο;
Άρα, αν όντως μιλάμε για ένα διάλογο «κωφών», όπως χαρακτήρισε ο Λαβρόφ την συζήτηση του με την Τρους, είναι μονόδρομος ο πόλεμος;
Ορισμένοι διεθνείς αναλυτές πιστεύουν ότι το Κρεμλίνο είναι έτοιμο να συγκρουστεί κατά μέτωπο με τη Δύση. «Ο Πούτιν προετοιμάζει τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της οικονομίας, για κάποιου είδους μακροπρόθεσμη αντιπαράθεση με τη Δύση», λέει ο Τζόσουα Γιάφα, ανταποκριτής του New Yorker στη Μόσχα.
Ο αναλυτής επισημαίνει τη συσσώρευση ενός αποθέματος 630 δισ. δολαρίων, «το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να στηριχτεί το ρούβλι από την συναλλαγματική κρίση» εάν η Ουάσιγκτον αποφασίσει να επιβάλλει κυρώσεις στα ρωσικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, με ένα εντυπωσιακό ελιγμό την προηγούμενη εβδομάδα έδειξε πως η Ρωσία δεν είναι και τόσο απομονωμένη όσο θέλουν να δείξουν οι αντίπαλοι της, αφού κατάφερε να βγάλει την Κίνα από την «αφωνία» που είχε πέσει το προηγούμενο διάστημα, και με όχημα μια σειρά από εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες που υπέγραψε με τον πρόεδρο Σι, να αποσπάσει την δεύτερη οικονομία του πλανήτη από την στάση ουδετερότητας που κρατούσε διακριτικά.
Το 30ετές συμβόλαιο για προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου στην Κίνα, και συνολικές εμπορικές συμφωνίες ύψους 117,5 δισ. δολαρίων μεταξύ των δύο χωρών, διαδέχτηκαν οι όρκοι «αιώνιας αγάπης» μεταξύ των ηγεσιών τους, με τον Σι να δηλώνει πως οι σχέσεις τους «ξεπερνούν και τις συμμαχικές σχέσεις». Ένα αρκετά εύγλωττο μήνυμα σε μια τόσο τεταμένη περίοδο, ειδικά όταν προέρχεται από την κινεζική υπερδύναμη.
Πόσο έτοιμη είναι η Δύση για μια σύγκρουση;
Αν και οι τόνοι έχουν πάρει την ανιούσα, ο Τζο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι δεν θα στείλει αμερικανικά στρατεύματα για να υπερασπιστούν την Ουκρανία, με τον Λευκό Οίκο να τονίζει ποια είναι τα όρια στο το τι είναι διατεθειμένος να κάνει στην περίπτωση μιας ένοπλης σύρραξης, μένοντας στο επίπεδο των οικονομικών κυρώσεων.
Αλλά ακόμα και αν υποτεθεί πως οι ΗΠΑ σκέφτονταν να πάνε «μέχρι τέλους» την αντιπαράθεση με την Ρωσία, υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που χρήζουν προσοχής.
Και πάλι ο Γιάφα του New Yorker αναφέρει ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει πρόσβαση σε ορισμένες «πυρηνικές» επιλογές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρή βλάβη στη ρωσική οικονομία, αλλά «στο βαθμό που η δυτική απάντηση είναι αξιόπιστη και ανθεκτική μακροπρόθεσμα», προσθέτει, η Ουάσιγκτον «χρειάζεται να είναι ενωμένη» με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Και είναι γεγονός πως στο δυτικό στρατόπεδο, το μέτωπο δεν είναι και τόσο αρραγές: Όπως αναφέρει το GZERO Media της Eurasia, «η διχόνοια μεταξύ των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων εταίρων τους σχετικά με το πώς να απαντήσουν στη ρωσική επιθετικότητα ενίσχυσε μόνο την άποψη του Πούτιν για την αδυναμία της Δύσης. Το Κρεμλίνο γνωρίζει ότι τα ανταγωνιστικά συμφέροντα -συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης εξάρτησης ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών από τα ρωσικά commodities- καθιστούν πολύ δύσκολο για τη Δύση να συντονίσει μια ενιαία απάντηση».
Με το ενεργειακό ζήτημα να είναι στον πυρήνα αυτής της κατάστασης, δεν ήταν λίγοι οι επικριτές του Όλαφ Σολτς για την καθυστερημένη και άτονη θέση στην παρούσα κρίση, καθιστώντας την Γερμανία έναν αναξιόπιστο σύμμαχο για τις ΗΠΑ, καθώς εμπλέκεται ενεργά στην κατασκευή του Nord Stream 2.
Με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς να επισκέπτεται την Ρωσία την Τρίτη, και δεδομένου του τι διακυβεύεται στις σχέσεις Γερμανίας-Ρωσίας και πιο ειδικά του μέλλοντος του αγωγού Nord Stream 2, ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί να τείνει να προσπαθήσει να βρει κάποιο κοινό έδαφος με τον Γερμανό ηγέτη. Ειδικά, αν ληφθεί υπόψη πως μια ενδεχόμενη κλιμάκωση θα «χτυπήσει» ακόμη πιο σκληρά την Ευρώπη στην ενεργειακή κρίση που ήδη αντιμετωπίζει. Όπως κι αν εξελιχθεί όμως η συνάντηση, η διπλωματική απόπειρα του Σολτς ίσως ρίξει λίγο περισσότερο φως στον χαρακτήρα της μελλοντικής «λύσης»: διπλωματική ή στρατιωτική…