Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 86 ετών το πρωί της Δευτέρας, ενώ το ερώτημα που «βασανίζει» τα μυαλά πολλών Ιταλών και όχι μόνο, είναι η περιουσία που κατόρθωσε να «χτίσει» ο «Καβαλιέρε», ακόμη και πριν αποφασίσει το 1994 να μπει στην πολιτική με το κόμμα Forza Italia.
Σύμφωνα με ιταλικά ΜΜΕ, ο Μπερλουσκόνι θεωρούνταν πάντα ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο και αποτέλεσε την ενσάρκωση αυτό που οι Αγγλοσάξονες θα αποκαλούσαν «αυτοδημιούργητος».
Ο κ. Μπερλουσκόνι έχτισε μια πραγματική οικονομική αυτοκρατορία, με το περιοδικό Forbes να τον τοποθετεί στην 352η θέση στην κατάταξη των πλουσιότερων ανδρών στον κόσμο με την περιουσία του να υπολογίζεται στα 7 δισεκατομμύρια δολάρια.
Με την αύρα ενός επιτυχημένου άντρα, ένα από τα πρώτα πολιτικά του συνθήματα ήταν να προτείνει το μοντέλο των επιχειρήσεών του να εφαρμοστεί στη διοίκηση και διακυβέρνηση ολόκληρης της Ιταλίας, με στόχο να καταστεί ξανά σπουδαία η γειτονική μας χώρα.
«Mister TV»
Σπούδασε νομικά και το 1962 ίδρυσε την πρώτη του κατασκευαστική εταιρεία «Εντιλνόρντ» επωφελούμενος από την ραγδαία οικοδομική έξαρση του Μιλάνου. Στη 10ετία του '70 επιχείρησε τις πρώτες του επενδύσεις στα ΜΜΕ εκμεταλλευόμενος την απελευθέρωση της τηλεοπτικής αγοράς. Μέσα σε 15 χρόνια (1986) έφθασε να του ανήκει το 80% της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης, ενώ το ίδιο έτος έγινε ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Μίλαν.
Στη συνέχεια ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι απέκτησε τον μεγαλύτερο εκδοτικό ιταλικό οίκο το γνωστό «Μονταντόρι» και μια από τις κορυφαίες ιταλικές εφημερίδες την «Ιλ Τζιορνάλε», ενώ ακόμη άλλες 150 περίπου εταιρείες περιέχονται κάτω από τον έλεγχο της «Fininvest», της μητρικής εταιρείας του οικονομικού κολοσσού του.
Νομικοί «μπελάδες»
Οι Ιταλοί έδωσαν αμέσως ψήφο εμπιστοσύνης στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι που αποτέλεσε και τον τρίτο πλουσιότερο άνθρωπο στην πατρίδα τους. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν Ιταλός μεγιστάνας, επιχειρηματίας και πολιτικός, που υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός της Ιταλίας, τις περιόδους 1994–1995, 2001–2006 και 2008–2011. Ήταν ακόμη Ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι τον Οκτώβριο του 2022 όπου και παραιτήθηκε προκειμένου να είναι μέλος Γερουσίας της Ιταλίας θέση στην οποία είχε υπηρετήσει ξανά, το 2013. Υπηρέτησε ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας, από το 1994 έως το 2013, και ως μέλος της Γερουσίας της Ιταλίας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο του 2013.
Πάντως, τον Οκτώβριο του 2012 καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για φοροδιαφυγή, (τα τρία «σβήστηκαν», χάρη σε αμνηστία) στα πλαίσια αγοραπωλησίας τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Το κοινοβούλιο της Ρώμης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του από το αξίωμα του γερουσιαστή. Ο «Mister TV» εξέτισε «εναλλακτική ποινή» δέκα μηνών, εργαζόμενος σε υπηρεσίες του δήμου του Μιλάνου, οι οποίες στηρίζουν τις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών.
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της καταδίκης ο Σ. Μπερλουσκόνι φέρεται να δήλωσε «Η Δημοκρατία τελείωσε, έτσι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε». «Ήμουν βέβαιος ότι η δίκη θα τελείωνε με την αθώωσή μου, πρόκειται για μία σαφέστατα πολιτική απόφαση». Μιλώντας αργότερα στο υπό ιδιοκτησία του τηλεοπτικό κανάλι Italia Uno υποστήριξε ότι «εξαιτίας ορισμένων δικαστών, η Ιταλία μετατρέπεται σε μια βάρβαρη χώρα». Συνέχεια των δηλώσεων αυτών ο γραμματέας του κεντροδεξιού κόμματος, Λαός της Ελευθερίας (PDL), Αντζελίνο Αλμπάνο πρόσθεσε «Πρόκειται για μία ακόμη συνέχεια του γνωστού έργου που προβλέπει τον δικαστικό κατατρεγμό του Μπερλουσκόνι». Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2012 το κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, "Ο Λαός της Ελευθερίας" απέσυρε την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι με συνέπεια να ξεσπάσει πολιτική (κυβερνητική) αστάθεια στην Ιταλία.