Η ακροδεξιά δείχνει τα «δόντια» της σε πολλές χώρες της Ε.Ε., κάνοντας πλέον σαφές ότι οι κρίσεις δίδουν πρόσφορο έδαφος στα άκρα για να «κεφαλαιοποιήσουν» την οργή των λαών από τις αποτυχημένες κυβερνητικές πολιτικές. Βρισκόμαστε στο μέσον ενός πολιτικού κύκλου που ευνοεί τα λαϊκιστικά κόμματα, τα οποία έχουν «σημαία» τις κοινωνικές ανισότητες, την ακρίβεια, τη μετανάστευση, τον φόβο των συγκρούσεων, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Και αυτό το κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας που τροφοδοτεί την ακροδεξιά στην Ευρώπη τείνει ολοένα και αυξανόμενο, με άγνωστο τις διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει.
Η Πορτογαλία έγινε το βράδυ των εκλογών της Κυριακής ακόμη μία χώρα που κάνει αισθητή την ραγδαία επέλαση της ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη το βράδυ, καθώς το ακροδεξιό κόμμα Chega είδε τις έδρες του στη βουλή να τετραπλασιάζονται μόλις σε δύο χρόνια. Ο πολιτικός σχολιαστής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Βινσέντ Βάλεντιν, χαρακτήρισε το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής «καθοριστική στιγμή για την Πορτογαλία που ενισχύει την ραγδαία τάση ανόδου της ακροδεξιάς».
Είναι μία τάση που παρατηρείται σε πολλές χώρες της Ευρώπης, τρεις μήνες πριν από τις εκλογές του Ευρωκοινοβουλίου, που παρεισφρύει στα κενά πολιτικής που άφησαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις της Ε.Ε., σε ολιγωρίες ως προς την πρόοδο της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά και στην κρίση του κόστους διαβίωσης στην οποία έχουν βυθιστεί οι Ευρωπαίοι πολίτες. Βεβαίως, υποδηλώνει και την αδυναμία των ευρύτερων προοδευτικών δυνάμεων να προωθήσουν με πειστικό τρόπο τα σχέδιά τους και να ενσκύψουν στα βαθιά προβλήματα των ψηφοφόρων.
Η πρόσφατη άνοδος της δημοτικότητας ακροδεξιών κομμμάτων, όπως το Chega στην Πορτογαλία που σημαίνει «Αρκετά», η Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, το Vox στην Ισπανία, το AfD (Eναλλακτική για τη Γερμανία), το εθνικιστικό σουηδικό κόμμα «Σουηδοί Δημοκράτες», το ακροδεξιό κόμμα για την Ελευθερία που επικράτησε προ μηνών στις εθνικές εκλογές της Ολλανδίας, το Fidesz του ακροδεξιού Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία και το εθνικό-συντηρητικό κόμμα «Αδέλφια της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι, αποτελούν απτό δείγμα αυτής της μεταστροφής. Ειδικά στη Γαλλία, η Μαρί Λεπέν βρίσκεται στην κορυφή της πρόθεσης ψήφου στις δημοσκοπήσεις εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2027, κερδίζοντας ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος στο εκλογικό σώμα, εξέλιξη που δημιουργεί έντονες ανησυχίες, καθότι η Γαλλία θεωρείται το «πολιτικό εργαστήριο» της Ευρώπης και μία τέτοια πολιτική ανατροπή θα προκαλούσε τεράστιο «ρήγμα».
Αυτό σημαίνει και νέα δεδομένα για τις 720 έδρες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου, καθώς δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τα κόμματα της ακροδεξιάς θα είναι ο μεγάλος νικητής. Ο βασικός κερδισμένος προβλέπεται να είναι η ακραία δεξιά ομάδα «Ταυτότητα και Δημοκρατία» (ID), κερδίζοντας, βάσει των δημοσκοπήσεων, επιπλέον 40 έδρες και με σχεδόν 100 ευρωβουλευτές θα μπορούσε να αναδειχθεί ως η τρίτη μεγαλύτερη ομάδα στο νέο κοινοβούλιο.
Κέρδισε η κεντροδεξιά, θριάμβευσε η ακροδεξιά
Το Chega της Πορτογαλίας αναδεικνύεται σε «υπολογίσιμη δύναμη» του νέου κοινοβουλίου, καταλαμβάνοντας 48 έδρες, έναντι 79 εδρών της κεντροδεξιάς Δημοκρατικής Συμμαχίας και 77 εδρών των κεντρώων Σοσιαλιστών. Η κεντροδεξιά Δημοκρατική Συμμαχία του Λουίς Μοντενέγκρο δεν έχει την ισχυρή πλειοψηφία στη βουλή και θα δυσκολευθεί να κυβερνήσει μόνη της. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει εύκολα να προωθήσει τις θέσεις της και τις αναγκαίες για την οικονομία μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα να συμβιβάζεται σε βασικές πολιτικές, προκειμένου να εξασφαλίζει την υποστήριξη των άλλων κομμάτων.
«Η κρίσιμη στιγμή για τη μελλοντική κυβέρνηση θα είναι η έγκριση του επόμενου προϋπολογισμού τον Οκτώβριο, όταν ο Μοντενέγκρο θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί με το Chega ή με άλλα μικρότερα κόμματα του κέντρου ή της αριστεράς», αναφέρει ο Ρικάρντο Φερέιρα Ρέις, διευθυντής του Κέντρου Εφαρμοσμένης Έρευνας και Δημοσκοπήσεων στο Portuguese Catholic University.
Είναι όμως και θέμα επιβίωσης. Εάν η ιστορία μπορεί να μας καθοδηγήσει, τα τελευταία 50 χρόνια της δημοκρατίας στην Πορτογαλία, μόνο δύο κυβερνήσεις μειοψηφίας κατάφεραν να ολοκληρώσουν τη θητεία τους.
Όμως, ακόμη και εάν το Chega παραμείνει απομονωμένο, η ανάδειξή του στις εκλογές της Κυριακής εδραιώνει τη θέση του ως το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα με ισχυρή αντιπολιτευτική πολιτική παρουσία στην Πορτογαλία. Το Chega βάσισε την προεκλογική του εκστρατεία σε μηνύματα κατά του κατεστημένου, δεσμεύθηκε να καταπολεμήσει τη διαφθορά και εξέφραζε την αντίθεσή του προς την υπερβολική, όπως τη χαρακτήριζε, μετανάστευση. «Δεν ξέρω αν όλοι οι άνθρωποι που ψήφισαν το Chega - 1,1 εκατομμύριο - αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στις αρχές αυτής της ακροδεξιάς πολιτικής οικογένειας. Αλλά σίγουρα είναι μια ψήφος διαμαρτυρίας, γιατί υπάρχει μεγάλη δυσαρέσκεια στην χώρα», δήλωσε ο Ρικάρδο Μπόρχες ντε Κάστρο, αναλυτής του European Policy Center.
Η «κλιματική αλλαγή» της πολιτικής
Σχολιαστές σημειώνουν ότι πολλοί πολίτες της Ε.Ε. έχουν κάνει στροφή στην ακροδεξιά αυτή τη στιγμή, χωρίς ωστόσο να εκφράζονται φανερά, επειδή φοβούνται τον κοινωνικό «οστρακισμό». Όταν όμως οι πολιτικοί αυτών των κομμάτων υπόσχονται τις αλλαγές που θέλει ο λαός κερδίζουν με το μέρος τους αυτούς τους ψηφοφόρους.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του κέντρου ECFR (Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων) για τις 27 χώρες-μέλη της Ε.Ε., τα λαϊκιστικά κόμματα της Δεξιάς θα καταλάβουν την πρώτη θέση σε τουλάχιστον εννέα κράτη-μέλη της, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Αυστρίας, του Βελγίου, της Ιταλίας και της Ολλανδίας. Επίσης, αναμένεται να καταλάβουν τη δεύτερη ή την τρίτη θέση σε άλλες εννέα χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Σουηδίας.
Κοινός παρονομαστής για την άνοδο της ακροδεξιάς είναι οι πολιτικές λιτότητας και οι επιπτώσεις τους σε μεγάλα στρώματα της κοινωνίας, τα οποία δεν είναι απλώς δυσαρεστημένα, αλλά εξοργισμένα με τιμωρητική διάθεση απέναντι σε όλους όσοι τους έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Η τάση αυτή μεγάλωνε αργά και σταθερά τα τελευταία χρόνια για να ενδυναμωθεί το τελευταίο διάστημα με τον υψηλό πληθωρισμό, την απώλεια αγοραστικής δύναμης, την φτώχεια, τα άλυτα προβλήματα της καθημερινότητας και την ατελείωτη αγανάκτηση για τις χρόνιες κοινωνικές παθογένειες. Σε όλα αυτά, να προστεθεί η αύξηση της εγκληματικότητας, οι παράνομοι μετανάστες, το έλλειμμα δημοκρατίας και η καταστρατήγηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για το λόγο αυτό, στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας κυριαρχεί η οικονομία και το πως μπορεί να ανακάμψει, με την κλιματική αλλαγή και την απανθρακοποίηση, ένα θέμα που κυριαρχούσε τα τελευταία χρόνια, να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα.