«Η σταθεροποίηση της Συρίας έχει πολύ μεγάλη σημασία για όλη την Ευρώπη καθώς μπορεί να δρομολογηθεί η επιστροφή των προσφύγων»σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις δηλώσεις από τις Βρυξέλλες, μετά τις εργασίες της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Απαντώντας για την ανάμιξη της Τουρκίας στη Συρία, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το ρόλο της Τουρκίας και τις μελλοντικές επιπτώσεις αυτού στη Συρία.
«Πιστεύω ότι αυτό το οποίο μας ενδιαφέρει όλους και πιστεύω ότι θα έπρεπε να ενδιαφέρει και την Τουρκία, είναι η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας και η δυνατότητα να προκύψει ένα καινούργιο καθεστώς με δημοκρατική νομιμοποίηση, το οποίο πρώτα και πάνω απ΄ όλα θα σέβεται τα δικαιώματα των θρησκευτικών μειονοτήτων», εξήγησε.
Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε πως «η Ευρώπη συνολικά, αλλά και η Ελλάδα έχει έναν λόγο ακόμα να επιζητεί μια σταθερότητα στη Συρία, διότι αυτή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσουν να αρχίσουν να επιστρέφουν πρόσφυγες από την Ευρώπη στη Συρία».
Υπενθύμισε πως, «κατά την άποψη της Ελλάδος αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι παράνομο και άκυρο».
Σε ερώτηση για τις δηλώσεις του πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας περί μακεδονικού λαού, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι επεσήμανε στον κ. Μίτσκοσκι ότι η συμφωνία θα πρέπει να γίνει πλήρως σεβαστή όπως και η χρήση της ονομασίας erga omnes.
Για την ευρωπαϊκή άμυνα, τόνισε «χαίρομαι διότι κατόπιν και δικής μου πρότασης θα υπάρχει μια έκτακτη Σύνοδος Κορυφής η οποία θα λάβει χώρα στις 3 Φεβρουαρίου με αντικείμενο αποκλειστικά και μόνο την ευρωπαϊκή άμυνα».
Πρόσθεσε πως, «Οι θέσεις της Ελλάδος είναι γνωστές δε χρειάζεται να της επαναλάβω. Η τεράστια γεωπολιτική ένταση την οποία αντιμετωπίζουμε απαιτεί και μία πολιτική αφύπνιση η οποία θα μπορεί να κινηθεί σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα, απαιτείται κινητοποίηση και ευρωπαϊκών πόρων όπως έχω γράψει και εξηγήσει πολλές φορές, ένα ευρωπαϊκό αμυντικό ταμείο».
Σχετικά με την στήριξη στην Ουκρανία ανέφερε ότι: «εξακολουθούμε να στηρίζουμε την Ουκρανία όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και οικονομικά, διότι θέλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα στην Ουκρανία να διαπραγματευτεί μία ενδεχόμενη ειρήνη με τη Ρωσία με τους δικούς της όρους και στον χρόνο τον οποίον η ίδια θα επιλέξει, όχι όμως σε συνθήκες αδυναμίας».