Ας κάνουμε μία υπόθεση εργασίας. Ότι αύριο το πρωί επιτυγχάνεται μία συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία. Αυτή τηρείται και ξεκινούν διαπραγματεύσεις των εμπλεκομένων πλευρών. Ποιος ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η Ευρώπη την επόμενη μέρα εν μέσω της δεύτερης θητείας Τραμπ;
Το ερώτημα προφανώς απασχολεί τις Βρυξέλλες και το σύνολο των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Ως στιγμής, εν αναμονή της επίσημης τοποθέτησης Τραμπ, δε θα μπορούσε η ΕΕ να προτρέξει του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, μία πιθανή -ίσως όχι την πιθανότερη- προσέγγιση δίνει ο πρώην πρωθυπουργός της Λετονίας Krišjānis Kariņš (2019-2023) στο Politico. Αποδεχόμενος το προφανές, ότι μία στρατιωτική δύναμη προερχόμενη μόνο από την Ουκρανία δε θα αρκούσε για να εγγυηθεί οποιαδήποτε συμφωνία, επισημαίνει:
«Εναπόκειται τώρα στους Ευρωπαίους ηγέτες του ΝΑΤΟ να συνεργαστούν με την κυβέρνηση Τραμπ σε όλες τις διαπραγματεύσεις για κάθε είδους συμφωνία κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία και να βεβαιωθούν ότι το Κίεβο έχει σε αυτές λόγο. Και αν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ είναι επίσης έτοιμοι να βοηθήσουν με φυσική παρουσία στην εξασφάλιση οποιασδήποτε ειρηνευτικής συμφωνίας, τότε υπάρχει ελπίδα για μια ανεξάρτητη Ουκρανία, καθώς και για συνεχή ειρήνη για την υπόλοιπη ήπειρο.
Ναι, ένας συνασπισμός πρόθυμων συμμάχων του ΝΑΤΟ θα μπορούσε με φυσική παρουσία να παρέμβει και να βοηθήσει στη διασφάλιση μιας μελλοντικής ζώνης οριοθέτησης μεταξύ μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας και μιας ρωσοκρατούμενης. Και αν η Ευρώπη ηγείτο μιας τέτοιας πρωτοβουλίας, είναι πιθανό οι ΗΠΑ να ήταν πρόθυμες να υποστηρίξουν την προσπάθεια, ακόμη κι αν δεν περιλάμβανε απαραίτητα τις ‘μπότες των ΗΠΑ στο έδαφος».
Θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο;
Ακόμα και με βάση την τρέχουσα Ευρωπαϊκή Συνθήκη και ειδικότερα επίσης την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) , η απάντηση είναι καταφατική. Και μάλιστα έχει συμβεί συχνά στο πρόσφατο παρελθόν. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη (όσα το επιθυμούν) μπορούν να λάβουν μέρος ως εγγυήτριες δυνάμεις σε ειρηνευτικές αποστολές και μάλιστα ενίοτε με τη συνδρομή άλλων φιλικών χωρών όπως η Νορβηγία ή το Ηνωμένο Βασίλειο.
Εύλογα, οι Ανατολικές χώρες -που αισθάνονται εντονότερη τη ρωσική απειλή- είναι έτοιμες να το πράξουν και αναζητούν συμμάχους εντός της Ένωσης. Και όλοι μαζί αναζητούν τα απαιτούμενα (εθνικά κυρίως) κονδύλια για εξοπλισμούς.
Θα μπορούσαν οι ΗΠΑ του Τραμπ να στηρίξουν μία τέτοια λύση όπως αναφέρει ο πρώην Λετονός πρωθυπουργός; Εξαρτάται και από το πού θα κατευθυνθούν τα κονδύλια επισημαίνω (αυθαίρετα) από την πλευρά μου. Ποιος θα είναι ο προμηθευτής. Και εδώ είναι που συγκρούονται… δύο προστατευτισμοί. Ο υφιστάμενος των ΗΠΑ που αναμένεται ενισχυθεί στη θητεία Τραμπ και αυτός της ΕΕ που καλείται εν μέσω κρίσης να προστατέψει πέραν των συνόρων της και την ανταγωνιστικότητά της. Τουλάχιστον στους τομείς που διαθέτει παραγωγή.
Τέλος, στο ερώτημα αν πρέπει η ΕΕ να προχωρήσει σε μία κίνηση όπως την περιγράφει ο Krišjānis Kariņš, με την σιωπηλή στήριξη των ΗΠΑ, κατά την άποψή μας η απάντηση είναι καταφατική. Για λόγους υπαρξιακούς αλλά και -μεσοπρόθεσμα- οικονομικούς. Και η Ελλάδα, παράλληλα, έχει κάθε συμφέρον να βρίσκεται στο στενό πυρήνα των χωρών που θα πρωταγωνιστούν σε αντίστοιχες πρωτοβουλίες.
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΑΘΗΝΑ-ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.