Χωρίς μεγάλο θόρυβο τελευταία έχουν αρχίσει να αναθερμαίνονται οι συζητήσεις και οι «διαπληκτισμοί» για το τι ακριβώς έχει συμβεί με τον πληθωρισμό και κυρίως το πώς θα ξαναμπεί -αν μπορεί να ξαναμπεί- το... θηρίο στο κλουβί του.
Οι εξηγήσεις που έχουν κατά βάση χρησιμοποιηθεί σαν επιχειρήματα για την εξέλιξη του πληθωρισμού «θεσμικά» αποδίδουν την ευθύνη στις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, την ανάκαμψη της ζήτησης, ακόμα και στην αύξηση μισθών…
Η συζήτηση αυτή, παρ’ ότι όλοι -οι αρμόδιοι φορείς και κυρίως οι κεντρικές τράπεζες - γνωρίζουν ότι οι τιμές είχαν αρχίσει να αυξάνονται μήνες πριν τα συγκεκριμένα επιχειρήματα μπουν στο τραπέζι με τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει φτάσει σήμερα σε ένα κρίσιμο και κομβικό για τη συνέχεια σημείο: Ο υψηλός πληθωρισμός με τη σχεδόν οριζόντια δράση των κεντρικών τραπεζών (αύξηση επιτοκίων και ποσοτική σύσφιξη) έχει μεν μειωθεί σχετικά γρήγορα στο 4% - 5% αλλά δείχνει εξαιρετικά δύσκολο να υποχωρήσει ακόμα περισσότερο προς τον στόχο του 2%.
Μια σχετικά πρόσφατη μελέτη του Claudio Borio και άλλων οικονομολόγων της BIS δείχνει αυτή την οριακή κατάσταση, η οποία έχει «μεταφρασθεί» στην επίσης οριζόντια πλέον ρητορική των κεντρικών τραπεζών ότι η πτώση του πληθωρισμού στο 2% θα πάρει χρόνο και οπωσδήποτε δεν είναι υπόθεση του 2023 και 2024…
Με άλλα λόγια η μέχρι σήμερα συρρίκνωση του ρυθμού αύξησης του πληθωρισμού σε μονοψήφια νούμερα ήταν το... εύκολο κομμάτι της ιστορίας.
Εξού και η «γραμμή» που διαχέεται πλέον προς κάθε κατεύθυνση ότι παρά τις συνέπειες (ύφεση, τραπεζική κρίση, κ.λ.π.) οι κεντρικοί τραπεζίτες θα συνεχίσουν να αυξάνουν το κόστος του χρήματος. Και βέβαια οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διαχειριστούν τις συνέπειες...
Τα νέα δεδομένα
Το αξιοπρόσεκτο στο σημείο αυτό της «συζήτησης» είναι ότι από την πλευρά της ΕΚΤ τελευταία έχει -διακριτικά- αλλάξει το «μοντέλο» της απάντησης (μέσω των δηλώσεων του μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ Ιζαμπέλ Σνάμπελ) καθώς αυτή έχει προσθέσει στο γνωστό μοτίβο του κινδύνου της σπείρας «μισθών – τιμών» την λέξη κέρδη.
Συγκεκριμένα σε μία τελευταία τοποθέτησή της μίλησε για τον κίνδυνο της σπείρας «κερδών - μισθών - τιμών».
Αυτή είναι μία μεγάλη αλλαγή στη ρητορική της ΕΚΤ η οποία δεν έχει ακόμα ξεδιπλωθεί όσο αφορά το τι ακριβώς σημαίνει σε σχέση με τη δική της δράση μέσω της παρέμβασής της στο τραπεζικό σύστημα. Γιατί βέβαια η δυνατότητα της κίνησης μέσω υψηλών επιχειρηματικών κερδών «διασταυρώνεται» με τη διαδρομή ΕΚΤ - τραπεζικού συστήματος.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τα αγροτικά προϊόντα δεν φταίνε πια για τις υψηλές τιμές τροφίμων. Να αναζητηθούν αλλού οι ευθύνες
Ένα δεύτερο αξιοπρόσεκτο σημείο, που επιβεβαιώνει τη διακοπή της διαδρομής του πληθωρισμού από τα διψήφια νούμερα προς το 2%, είναι ότι όλα τα ενεργειακά προϊόντα που συνέβαλαν στην εκτόξευση των τιμών μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, σήμερα κινούνται σε επίπεδα, χαμηλότερα ή περίπου ίδια με τα «προπολεμικά». Έχουν εξαντλήσει την πληθωριστική τους πίεση και ορισμένα εξ αυτών λειτουργούν και αποπληθωριστικά.
Και όχι μόνο τα ενεργειακά προϊόντα, αλλά και βασικά τρόφιμα όπως το σιτάρι, κ.λ.π. Ειδικά το σιτάρι έχει μειωθεί κατά 30% μέσα σε ένα χρόνο πριν από τις 4 Ιουνίου 2023.
Ο δείκτης τιμών τροφίμων του FAO έχει επίσης διορθωθεί σε χαμηλό δύο ετών τον Μάιο.
Τι είναι λοιπόν αυτό που τροφοδοτεί την «σκληρή» αντίσταση του πληθωρισμού και ειδικά του αποκαλούμενου – κατά την κα Λαγκάρντ - «υποκείμενου πληθωρισμού»;
Η απάντηση βρίσκεται «κρυμμένη» στην δράση των Κεντρικών Τραπεζών και εκεί κάπου βρίσκεται και ένα …άσχημο μυστικό.
Οι κεντρικές τράπεζες με τρόπο πρωτοφανή απάντησαν στον πληθωρισμό με δρακόντεια «ποσοτική σύσφιξη» ήτοι αύξηση του κόστους του χρήματος και ταυτόχρονα μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας. Συρρίκνωση δηλαδή της διαθεσιμότητας «χρήματος».
Γιατί; Γιατί για μια παρατεταμένη περίοδο με την κρίση του 2007 – 2008 οι κεντρικές τράπεζες δεν είχαν άλλο εργαλείο να ανακόψουν την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος από το να …πλημυρίσουν το τραπεζικό σύστημα με ρευστότητα.
Τόση που «έσπασε» οποιαδήποτε πραγματική σχέση ανάμεσα στην προσφορά χρήματος και την πραγματική οικονομική παραγωγική διαδικασία.
Τόση που η «δραστηριότητα» στο επίπεδο της χρηματιστηριακής αγοράς να κυριαρχεί πλέον κατά κράτος εκείνης στο επίπεδο της πραγματικής παραγωγής. Αυτό χρονικά έχει συμβαδίσει με την διαπιστωμένη δραστική συρρίκνωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας ειδικά στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Γεγονός που διεύρυνε ακόμα περισσότερο την απόκλιση αυτή ανάμεσα στην αποδοτικότητα των κεφαλαίων στις αγορές από εκείνη στην οικονομική παραγωγική διαδικασία.
Βέβαια η πρώτη ανάλογη πράξη είχε γίνει μετά τον Αύγουστο του 1971 και την κατάρρευση της Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς με αποτέλεσμα τα γεγονότα της δεκαετίας του 70 και την μεγάλη ανατροπή του Πωλ Βόλκερ το 1981. Όμως αυτό που συνέβη μετά το 2008 ήταν ποιοτικά και ποσοτικά μη συγκρίσιμο σαν μέγεθος με εκείνο των αρχών της δεκαετίας του 70 για πολλούς λόγους, που έχουν να κάνουν με όσα έχουν μεσολαβήσει από το 1981 μέχρι το 2007…
Ο νομισματικός πληθωρισμός
Σήμερα παρά την δραματική συρρίκνωση της πλεονασματικής ρευστότητας τους τελευταίους μήνες μέσω της αναστροφής της νομισματικής πολιτικής, τόσο από την Fed όσο και από την ΕΚΤ, αυτή εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά υψηλή και ασύμβατη σε οριζόντιο επίπεδο, με την παραγωγική διαδικασία διεθνώς.
Και βέβαια η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται με τον πλέον σαφή τρόπο στα νομίσματα και ειδικά στα ισχυρά, όπως το δολάριο και το ευρώ και στον καθρέπτη του χρέους που έχει εκδοθεί σ’ αυτά…
Η πρόσφατη κρίση ορίου χρέους στις ΗΠΑ δεν ήταν παρά ένα «σπυρί» στην επιδερμίδα αυτής της βαθύτερης κατάστασης.
Ο «νομισματικός» πληθωρισμός στο δολάριο, το ευρώ και τα άλλα ισχυρά νομίσματα έχει αφήσει το σημάδι του μέσω του τεράστιου χρέους που έχει εκδοθεί σ’ αυτά… Αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι μέσα σε λιγότερο 24 μήνες το ευρώ έχει απωλέσει κάτι μεταξύ του 18% και 20% της πραγματικής του αξίας.
Και το μοναδικό «εργαλείο» που διαθέτουν οι κεντρικοί τραπεζίτες για να το αντιμετωπίσουν προκαλώντας πραγματικό «πόνο» στις οικονομίες είναι η αύξηση του «κόστους» του χρήματος και η συρρίκνωση της διαθέσιμης – πλεονάζουσας – ρευστότητας.
Από κάθε οικονομική περιοχή όμως από την οποία αποσύρεται αυτή καθώς «μαζεύεται» ο ισολογισμός των κεντρικών τραπεζών, για να κατέβει ο υποκείμενος πληθωρισμός κάτω από το 4% - 5% μέσω της ύφεσης, αυτό που μένει θα μοιάζει περισσότερο με τα ερείπια των βομβαρδισμένων πόλεων και χωριών της Ουκρανίας παρά με οικονομίες σε λειτουργία.
Όχι βέβαια παντού και στον ίδιο βαθμό, αλλά στα γνωστά μας … μέρη θα μοιάζει αρκετά.
Αυτή είναι η «διαδρομή» που μένει να διασχίσουμε από το 4% - 5% στο 2% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Και το ερώτημα είναι μπορούν οι κυβερνήσεις να διαχειριστούν μια τέτοια κατάσταση;
Γιατί πρόκειται για την «πραγματικότητα» των επόμενων ετών.
Γ. Αγγέλης
Διαβάστε περισσότερα άρθρα της στήλης ΟΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.