Η κλιματική αλλαγή και η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας καθιστούν τους βιότοπους μη κατοικήσιμους και δημιουργούν αυξημένες ανησυχίες για την υγεία. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ποικίλλουν από την επιδείνωση της ρύπανσης του εξωτερικού αέρα, η οποία, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, θεωρείται ότι έχει συμβάλει σε εκατομμύρια πρόωρους θανάτους.
Η θερμοκρασία των ωκεανών έχει αυξηθεί μεταβάλλοντας μόνιμα τα θαλάσσια οικοσυστήματα ενώ οι συνέπειες των βροχοπτώσεων και της αλλαγής θερμοκρασίας επηρεάζουν την απόδοση των καλλιεργειών και επίσης προκαλούν τη μετατόπιση των γεωργικών ζωνών καθιστώντας επιτακτική την εφαρμογή πολιτικών προς μια οικονομία μηδενικού άνθρακα.
Προς αυτή την κατεύθυνση, όλοι οι τομείς της οικονομίας πρέπει να αλλάξουν συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζουμε και παρέχουμε προϊόντα και υπηρεσίες, παράγουμε ενέργεια και διαχειριζόμαστε τα εδάφη. Δεδομένου ότι οι βιομηχανίες χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας, ο κλάδος των μεταφορών, των κτιρίων, της γεωργίας είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο ποσοστό του διοξειδίου του άνθρακα καθώς και της παραγωγής μεθανίου που θερμαίνουν τον κόσμο, όλοι αυτοί οι τομείς πρέπει να τροποποιηθούν.
Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η μείωση του αριθμού των αερίων του θερμοκηπίου που απελευθερώνονται όταν καίγονται ορυκτά καύσιμα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση εναλλακτικών πηγών, την ηλιακή, αιολική, υδροηλεκτρική ενέργεια, τη γεωθερμία, καθώς και τη βιομάζα, η οποία σήμερα αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο της παγκόσμιας ισχύος.
Ακόμη, εάν και το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου συστήματος μεταφορών βασίζεται σε καύσιμα με βάση τον άνθρακα, όπως το ντίζελ και το πετρέλαιο, η αύξηση της χρήσης ηλεκτρικών οχημάτων θα αύξανε τη συμβολή του κλάδου στη μείωση των εκπομπών άνθρακα.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο για την Κλιματική Αλλαγή, η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θεωρείται οικονομικά αποδοτική. Καθώς ο κλάδος των μεταφορών εξηλεκτρίζεται και η ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια αυξάνεται, η ταχεία απαλλαγή από τον άνθρακα γίνεται ολοένα και πιο απαραίτητη. Ως εκ τούτου, η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης γίνεται κύριο μέλημα για την εκπλήρωση των στόχων εκπομπών, τη βελτίωση της ποιότητας του αέρα και τη μείωση της παγκόσμιας θερμοκρασίας.
Σε επιχειρηματικό επίπεδο, όταν οι εταιρείες αγοράζουν ενδιάμεσα προϊόντα, ουσιαστικά «εισάγουν» μεγάλο μερίδιο των εκπομπών τους. Αντίστοιχα, οι εταιρείες «εξάγουν» εκπομπές όταν οι καταναλωτές χρησιμοποιούν τα προϊόντα τους. Αυτές οι εκπομπές του πεδίου 3 αντιπροσωπεύουν περίπου το 85% των συνολικών εκπομπών CO2. Σε τομείς όπως η ακίνητη περιουσία, το ποσοστό μπορεί να φτάσει το 97%, ενώ σε άλλες όπως οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, είναι περίπου 57%. Ωστόσο, οι περισσότερες εταιρείες αποτυγχάνουν να αποκαλύψουν το ακριβές επίπεδο των εκπομπών τους στο πεδίο 3 ή να θέτουν στόχους μείωσης.
Η βασική αιτία είναι ότι οι εκπομπές του Scope 3 είναι σαφώς οι πιο δύσκολο να μετρηθούν και να αντιμετωπιστούν. Για παράδειγμα, οι πολυεθνικοί κατασκευαστές αυτοκινήτων μπορεί να έχουν έως και 60.000 προμηθευτές, ο καθένας με τα καθεστώτα αναφοράς του. Ως εκ τούτου, ο εντοπισμός και η δέσμευση σημαντικών προμηθευτών είναι ζωτικής σημασίας στην προσπάθεια μείωσης των εκπομπών συνολικά. Προς αυτή την κατεύθυνση οι εταιρείες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν μια συνεργατική προσέγγιση, παρέχοντας στους κορυφαίους προμηθευτές μια εργαλειοθήκη για απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές σε αντάλλαγμα για τη δέσμευσή τους για μείωση των εκπομπών.