Πριν από λίγες ημέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με συμπληρωματική πράξη για την Ταξινομία αποφάσισε, υπό προϋποθέσεις, να χαρακτηρίσει «πράσινες» τις επενδύσεις σε φυσικό αέριο αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στην πράσινη μετάβαση. Με τον τρόπο αυτό συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των περιβαλλοντολογικά βιώσιμων επενδύσεων που έχουν στόχο την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας και για το λόγο αυτό τα αντίστοιχα έργα δύνανται να λάβουν χρηματοδότηση ως δραστηριότητες που συμβάλλουν στην επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων.
Όμως, η στήριξη των νέων υποδομών φυσικού αερίου και η αναγνώριση της συμμετοχής του στο ενεργειακό μείγμα μέχρι το 2050 δεν επαρκούν. Σήμερα η Ευρώπη βιώνει μια «ισορροπία τρόμου» και για αυτό ευθύνεται η υπέρμετρη ενεργειακή της εξάρτηση από τρίτους.
Οι ανησυχίες για τον εφοδιασμό που μαστίζουν την Ευρώπη έχουν οδηγήσει τις τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδα ρεκόρ και ο πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί. Το τελευταίο διάστημα, η κρίση στην Ουκρανία και μια ενδεχόμενη εισβολή της Ρωσίας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διακοπή της παροχής φυσικού αερίου. Όλα αυτά ενισχύουν το επιχείρημα ότι η Ευρώπη πρέπει να μειώσει την εξάρτησή της από τις διεθνείς πηγές φυσικού αερίου και μάλιστα διεθνείς και Έλληνες αναλυτές θεωρούν ότι ήδη είναι αργά καθώς η Κομισιόν δείχνει να έχει παραβλέψει την ενεργοποίηση εργαλείων τα οποία θα μπορούσαν να αυξήσουν την ενεργειακή ασφάλεια των ευρωπαϊκών κρατών.
Μαρίκα Καραγιάννη: Απουσιάζει από τα κείμενα της E.E. η έννοια της ενεργειακής αυτοδυναμίας
Η Δρ. Μαρίκα Καραγιάννη, νομικός και διεθνολόγος, με εξειδίκευση στην ενέργεια και τα διεθνή ενεργειακά θέματα μιλώντας στο Insider.gr αναλύει το ρόλο του φυσικού αερίου ως καύσιμο – γέφυρα κατά την πράσινη μετάβαση και με αφορμή τον κομβικό του ρόλο, αναδεικνύει το θέμα της ενεργειακής αυτονομίας, μια βασικής παραμέτρου της ενεργειακής ασφάλειας, την οποία η ΕΕ δείχνει να προσπερνά.
Συγκεκριμένα, η κ. Καραγιάννη, σημειώνει ότι:
«Το πρόβλημα της Ευρώπης στην παρούσα δύσκολη ενεργειακή συγκυρία είναι ότι απουσιάζει από τα κείμενα της E.E. η έννοια της ενεργειακής αυτοδυναμίας, καθώς η εξάρτηση από τρίτες χώρες- παραγωγούς φυσικού αερίου είναι μέγιστη. Στην ουσία, υφίσταται παντελής και εγγενής αδυναμία υιοθέτησης έστω ολίγων κοινών θέσεων σε ό,τι αφορά μία κοινή ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. έναντι τρίτων χωρών, όπερ έχει καταστεί εύγλωττα σαφές με τις υψηλές τιμές και την έλλειψη αποθήκευσης φυσικού αερίου φέτος.
Τόσο οι τιμές του φυσικού αερίου όσο και οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπών επηρεάζονται, σε σοβαρό βαθμό, από τις πολιτικές επιλογές της Ε.Ε. Η μεν αύξηση των τιμών δικαιωμάτων ρύπων αποτελεί βασική επιλογή της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την πράσινη μετάβαση. Μεγαλύτερη ανάγκη σαφούς προσδιορισμού εμφανίζεται να έχει η πολιτική της Ε.Ε. όσον αφορά το φυσικό αέριο. Η βασική πηγή ενεργειακής προμήθειας για την Ευρώπη, αφήνεται να εμπλέκεται σε γεωπολιτικές αντιπαλότητες, με την Ε.Ε. να αμφιταλαντεύεται μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ και στον μεταξύ τους διαγκωνισμό.
Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη για την Ευρώπη να διαμορφώσει μία σαφή και συνεκτική κοινή ενεργειακή πολιτική, με κορυφαίο στόχο, που παραμένει πάντοτε η πράσινη μετάβαση, να διασφαλιστεί η ύπαρξη του φυσικού αερίου ως ενδιάμεσου καύσιμου σε προσιτές τιμές. Και αν το φυσικό αέριο αποτελεί την περισσότερο κατάλληλη επιλογή, πρέπει να υποστηριχθούν οι κάθε μορφής επενδύσεις που εξασφαλίζουν την επαρκή παροχή, μεταφορά και αποθήκευσή του, χωρίς την επιβολή περιβαλλοντολογικών προδιαγραφών που είναι είτε τεχνικά ανέφικτες ή ανεβάζουν υπέρμετρα το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής.
Είναι σαφές λοιπόν ότι το φυσικό αέριο για θέρμανση και κυρίως για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θα αποτελέσει το καύσιμο-γέφυρα για την ενεργειακή μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα, για τις επόμενες δεκαετίες. Η ύπαρξη εργοστασίων παραγωγής ενέργειας με φυσικό αέριο, θα επιτρέψει στο μέλλον, την ανάπτυξη και έγκαιρη διείσδυση των ΑΠΕ, για να επιτευχθεί ο σχετικός στόχος της Ε.Ε. για το 2030 και το 2050».