Οι υποσχέσεις που δόθηκαν στο COP26 πέρυσι αλλά και η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν επιταχύνει τις πράσινες στρατηγικές σε πολλές δυτικές χώρες. Η Γερμανία έβαλε φρένο στο Nord Stream 2, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να απογαλακτιστεί από την εισαγόμενη ρωσική ενέργεια τα επόμενα χρόνια, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ έχουν απαγορεύσει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Το κενό που προκύπτει θα μπορούσε να καλυφθεί από εναλλακτικές προμήθειες από τη Μέση Ανατολή, φυσικά, αλλά η τρέχουσα κρίση ενίσχυσε την άποψη ότι, μακροπρόθεσμα, οι χώρες πρέπει να αγωνιστούν για ενεργειακή ανεξαρτησία επενδύοντας σε πιο πράσινες λύσεις.
Αυτή η στροφή δεν αφορά μόνο τα ορυκτά καύσιμα ή τους ηλιακούς συλλέκτες, αλλά έχει αντίκτυπο στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα και κατ' επέκταση και στο δημόσιο τομέα. Κάτι που έχει αγνοηθεί για την ώρα καθώς δίνεται έμφαση στον ιδιωτικό τομέα και στις πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων είναι ότι η κατανόηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του έργου ενός οργανισμού του δημόσιου τομέα είναι ακόμη πιο σημαντική. Και αυτό γιατί, η διαφάνεια μπορεί μεν να αποτελεί ένα κρίσιμο κομμάτι της βιώσιμης στρατηγικής, αλλά οι οργανισμοί είναι δύσκολο να αποφασίσουν που θέλουν να πάνε εφόσον δεν γνωρίζουν που βρίσκονται αυτή τη στιγμή.
Στις περισσότερες χώρες, ο δημόσιος τομέας είναι ο μεγαλύτερος οικονομικός βραχίονας, κάτι που σημαίνει ότι έχει μεγάλο αντίκτυπο στο περιβάλλον. Έχει διττό ρόλο ως πάροχος βασικών υπηρεσιών, όπως οι ένοπλες δυνάμεις, η υγειονομική περίθαλψη, οι δημόσιες συγκοινωνίες και η συλλογή απορριμμάτων και αυτές συμβάλλουν αναπόφευκτα στην κλιματική αλλαγή. Αλλά είναι επίσης ένας ρυθμιστής και ταυτόχρονα πρότυπο και συχνά προτάσσει ένα πλαίσιο περιβαλλοντικών κανόνων. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τις ιδιωτικές εταιρείες, ο δημόσιος τομέας είναι καθοριστικός για την επίτευξη των καθαρών μηδενικών στόχων.
Το 2021, το Ορκωτό Ινστιτούτο Δημοσίων Οικονομικών και Λογιστικής, CIPFA, ανέθεσε την υλοποίηση μιας έρευνας με τίτλο «Evolving Climate Accountability», η οποία εξέτασε την πρακτική της υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας στον δημόσιο τομέα. Η αναφορά βιωσιμότητας συγκεντρώνει τις επιδόσεις ενός οργανισμού στα κριτήρια ESG και στην οικονομική τους διάσταση για να αξιολογήσει τον αντίκτυπο που έχει στον κόσμο. Ενώ οι αναφορές αυτού του είδους αποτελούν κοινή πρακτική στον ιδιωτικό τομέα, όπου παράγοντες όπως η πίεση των επενδυτών, η αντίληψη των καταναλωτών και τελικά τα κέρδη, τον αναγκάζουν να αναγνωρίσει και να μετριάσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ο δημόσιος τομέας υστερεί πολύ.
Οι στόχοι του δημόσιου τομέα συνδέονται με το δημόσιο συμφέρον και το όφελος, και κατ’ επέκταση, οι δημόσιοι φορείς έχουν επίσης ισχυρά κίνητρα για να είναι πιο διαφανείς σχετικά με τον αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους. Το ενδιαφέρον του κοινού για την κλιματική αλλαγή βρίσκεται στο αποκορύφωμά του και οι αναφορές βιωσιμότητας επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να αποδείξουν την πρόοδο που σημειώνουν στη μείωση των εκπομπών.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ευρύτερη υιοθέτηση αναφορών βιωσιμότητας στον δημόσιο τομέα είναι ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει συμφωνημένο πρότυπο ή πλαίσιο. Η έρευνά της CIPFA επικαλείται 12 διαφορετικά πλαίσια αναφοράς βιωσιμότητας που είναι διαθέσιμα επί του παρόντος αλλά κανένα από αυτά δεν σχετίζεται ειδικά με το πλαίσιο του δημόσιου τομέα. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα και σύγχυση μεταξύ εκείνων που είναι επιφορτισμένοι με την παραγωγή εκθέσεων, ενώ καθιστά δύσκολη τη συγκριτική αξιολόγηση της απόδοσης έναντι άλλων φορέων.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των οργανισμών που συμμετείχαν στην έρευνα και συντάσσουν έκθεση βιωσιμότητας ανέφεραν ότι η έλλειψη ποιοτικών δεδομένων αποτελεί σημαντική πρόκληση για την παραγωγή εκθέσεων, ακολουθούμενη από έλλειψη πολιτικής βούλησης και συμφωνημένου πλαισίου. Αν και υπήρχε μικρή συνέπεια στις προσεγγίσεις που ακολουθούσαν αυτοί οι οργανισμοί, οι πιο συνήθεις ενότητες που αναλύοντας στις εκθέσεις τους ήταν οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.
Η έλλειψη εξειδικευμένου κλίματος και εμπειρίας ESG σε οργανισμούς μπορεί να αποδειχθεί προβληματική. Από τους οργανισμούς που δήλωσαν ότι ήδη παράγουν εκθέσεις, μόνο το 37% πιστεύει ότι είχε επαρκείς δεξιότητες για να το κάνει, ενώ μόλις το 34% δήλωσε ότι διέθετε τα κατάλληλα στελέχη για να συντάξουν τέτοιες εκθέσεις.