To τρέχον γραμμικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης «take-make-use-waste» καθίσταται ολοένα και λιγότερο βιώσιμο και για το λόγο αυτό, η μετάβαση στην κυκλική οικονομία απαιτεί από τα ευρωπαϊκά κράτη να αλλάξουν επιχειρηματικό μοντέλο. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η πρώτη ολοκληρωμένη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την Κυκλική Οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σημειώνει ότι η αποσύνδεση της ανάπτυξης από τη χρήση πόρων στην Ευρώπη είναι εφικτή εντός αυτής της δεκαετίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εξόρυξη πρώτων υλών ανέρχεται σε πάνω από 100 δισεκατομμύρια τόνους ετησίως και οφείλεται τόσο στα αυξημένα επίπεδα κατανάλωσης υλικών στις χώρες υψηλού εισοδήματος όσο και στις ταχέως αυξανόμενες ανάγκες στις αναδυόμενες οικονομίες.
Σύμφωνα με την έκθεση, τα ολοκληρωμένα πακέτα πολιτικής μπορούν να μειώσουν την κατανάλωση υλικών διατηρώντας παράλληλα την ανάπτυξη και τη δημιουργία ευημερίας. Οι χώρες της ΕΕ είναι παγκόσμιοι ηγέτες στην προώθηση της μετάβασης στην κυκλική οικονομία, αφού την κατέστησαν κεντρικό στοιχείο της αναπτυξιακής στρατηγικής της και ξεκινώντας ένα τεράστιο πρόγραμμα ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων. Η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας εξετάζει την εμπειρία της Ευρώπης όσον αφορά την προώθηση της ατζέντας της κυκλικής οικονομίας για να αντλήσει διδάγματα που μπορούν να ωφελήσουν χώρες εντός και εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Τράπεζα, οι φιλόδοξες πολιτικές κυκλικής οικονομίας θα μπορούσαν να μειώσουν τη συνολική χρήση υλικών στην Ευρώπη έως και 11% και να αποσυνδέσουν αποτελεσματικά την ανάπτυξη από τη χρήση πρώτων υλών μέσα σε μια δεκαετία.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η συνολική χρήση υλικών στην ΕΕ μειώθηκε κατά 9,4% και το μερίδιο των πόρων που προέρχονται από ανακυκλωμένα απόβλητα αυξήθηκε κατά σχεδόν 50%. Ωστόσο, αν και εντυπωσιακή, η πρόοδος στη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία φαίνεται πιο περιορισμένη σε σχέση με το πραγματικό υλικό αποτύπωμα της Ευρώπης.
«Το κυρίαρχο παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο μας «take-make-use-waste» είναι μη βιώσιμο. Η τρέχουσα παγκόσμια ζήτηση για φυσικούς πόρους υπερβαίνει την αναγεννητική ικανότητα του πλανήτη μας κατά 1,75 φορές, απλά δεν έχουμε άλλο πλανήτη», εκτιμά η Gallina A. Vincelette, διευθύντρια της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ΕΕ. Η Ευρώπη βρίσκεται στην αιχμή της μετάβασης στην κυκλική οικονομία, αλλά τα κυκλικά επιχειρηματικά μοντέλα πρέπει να αλλάξουν και να γίνουν mainstream.
«Τα καλά νέα είναι ότι οι σωστές πολιτικές, με στόχο τη δημιουργία κινήτρων για την τιμολόγηση των φυσικών πόρων, την παροχή πληροφοριών για καλύτερη λήψη αποφάσεων από τους οικονομικούς παράγοντες, την παροχή της δυνατότητας στα ιδρύματα να ενσωματώσουν την κυκλικότητα και η απελευθέρωση των επενδύσεων – μπορούν να επιτρέψουν να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος».
«Καθώς πληρώνουν επίσης το περιβαλλοντικό κόστος του τρέχοντος γραμμικού μοντέλου μας, οι αναπτυσσόμενες χώρες - ιδιαίτερα εκείνες των οποίων οι οικονομίες επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές πρώτων υλών - αντιμετωπίζουν επίσης κινδύνους που σχετίζονται με το εμπόριο από τις πολιτικές κυκλικής οικονομίας που εφαρμόζονται σε χώρες υψηλού εισοδήματος», δήλωσε ο Sameh Wahba, Διευθυντής Ανάπτυξης Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας. «Οι αναπτυσσόμενες χώρες πρέπει να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια μετάβαση προς μια πιο κυκλική οικονομία».
Ο ιδιωτικός τομέας της Ευρώπης είναι η κινητήριος δύναμη της κυκλικής οικονομίας, ωστόσο τα καινοτόμα επιχειρηματικά μοντέλα κυκλικής οικονομίας παραμένουν περιορισμένα σε κλίμακα, βάθος και ταχύτητα υιοθέτησης. Η μέση διείσδυση στην αγορά αυτών των μοντέλων είναι μόλις 5% έως 10%. Τα ανακυκλωμένα υλικά αντιπροσωπεύουν επί του παρόντος μόνο το 8,6% της εισροής πρώτων υλών και το μερίδιο των προϊόντων ανακατασκευής σε σύγκριση με την παραγωγή νέων είναι μόλις 1,9%. Ως εκ τούτου, εάν τα κράτη δεν ανεβάσουν ταχύτητες , το δυναμικό βιωσιμότητας μιας κυκλικής οικονομίας δεν θα πραγματοποιηθεί.
Τέλος, η έκθεση υπογραμμίζει ότι στην Ευρώπη, το οικονομικό κόστος που θα προκύψει από την αποσύνδεση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και χρήσης πρώτων υλών θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από κατάλληλες δημοσιονομικές πολιτικές που στοχεύουν στη μετατόπιση της φορολογικής επιβάρυνσης από την εργασία στην εξόρυξη πρώτων υλών, τη χρήση και τη σπατάλη.