Η Ευρώπη θερμαίνεται ταχύτερα από όλα τα υπόλοιπα μέρη στον κόσμο και οι κλιματικοί κίνδυνοι απειλούν την ενεργειακή και επισιτιστική ασφάλεια, τα οικοσυστήματα, τις υποδομές, τους υδάτινους πόρους, την οικονομική σταθερότητα και την υγεία των κατοίκων της. Το 2023 ήταν η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί ενώ οι ακραίες βροχοπτώσεις αυξάνονται οδηγώντας σε πλημμύρες. Η νότια Ευρώπη, οι παράκτιες περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και οι απόκεντρες περιοχές της ΕΕ αποτελούν τις hotspot περιοχές για τους κλιματικούς κινδύνους. Εκτιμάται ότι θα βιώσουν σημαντική μείωση των συνολικών βροχοπτώσεων αλλά και έντονες ξηρασίες. Τα φαινόμενα αυτά, σε συνδυασμό με περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς κινδύνους θέτουν μεγάλες προκλήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία δεν είναι προετοιμασμένη να τις αντιμετωπίσει.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (EOΠ), οι οικονομικές απώλειες μόνο από τις παράκτιες πλημμύρες θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ το χρόνο μέχρι το τέλος του αιώνα ενώ οι περισσότεροι κλιματικοί κίνδυνοι στην Ευρώπη θα αυξηθούν περαιτέρω κατά τον 21ο αιώνα, ακόμη και κάτω από αισιόδοξα σενάρια τα οποία είναι συμβατά με τη Συμφωνία του Παρισιού. Ωστόσο, το μέγεθος και ο ρυθμός εξέλιξης των αλλαγών εξαρτώνται από τις παγκόσμιες προσπάθειες για την μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ακραίων κλιματικών φαινομένων την τελευταία τετραετία αποτελούν οι ακραίες βροχοπτώσεις και πλημμύρες στη Γερμανία και στο Βέλγιο το 2021 (44 δισεκατομμύρια ευρώ ζημιές και περισσότεροι από 200 θάνατοι), στην Σλοβενία το 2023 (οι ζημιές εκτιμήθηκαν σε περίπου 16% του εθνικού ΑΕΠ), και στην Ελλάδα το 2023 όπου προέκυψαν σοβαρές, άμεσες επιπτώσεις στους οικισμούς, σε υποδομές, στην γεωργία και στην υγεία ενώ επέφεραν ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις στις πληγείσες περιοχές και μείζονες δημοσιονομικές προκλήσεις σε εθνικό επίπεδο.
Σήμα κινδύνου για την παραγωγή τροφίμων στην Ευρώπη
Μία συνέπεια η οποία δεν είχε καταστεί ιδιαίτερα αισθητή παρά μόνο προσφάτως είναι η επίδραση της κλιματικής κρίσης στην παραγωγή τροφίμων (ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη). Πλέον, πολλές κυβερνήσεις κάνουν λόγο για επισιτιστική κρίση και αναζητούν τρόπους να επικαιροποιήσουν την γεωργική τους πολιτική και την διαχείριση πόρων . Η φυτική παραγωγή κινδυνεύει, οι αποτυχίες των καλλιεργειών και οι μειωμένες αποδόσεις αποτελούν ήδη σημαντικό κίνδυνο στη νότια Ευρώπη ειδικά σε περιόδους παρατεταμένης ξηρασίας και υπερβολικής ζέστης. Οι mega ξηρασίες απειλούν και επηρεάζουν δυνητικά μεγάλες εκτάσεις για παρατεταμένες περιόδους ενώ θέτουν σε κίνδυνο την αγροτική παραγωγή, την επισιτιστική ασφάλεια, την παροχή πόσιμου νερού και την παραγωγή ενέργειας.
Η παραγωγή τροφίμων μπορεί επίσης να επηρεαστεί από συγκεκριμένα μετεωρολογικά φαινόμενα , όπως π.χ όψιμοι παγετοί και έντονες βροχοπτώσεις, καθώς και παλαιά και νέα παράσιτα και ασθένειες, των οποίων η ανάπτυξη ενθαρρύνεται λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Η επισιτιστική ασφάλεια δεν καθορίζεται μόνο από την παραγωγή τροφίμων στην Ευρώπη, αλλά και από την παραγωγή στο εξωτερικό και τη συνολική κοινωνικοοικονομική κατάσταση. Η παραγωγή αλλά και η εφοδιαστική αλυσίδα στις ευρωπαϊκές χώρες κινδυνεύουν και από τις όλο και πιο έντονες κλιματικές επιπτώσεις σε πολλές μη ευρωπαϊκές χώρες των οποίων ο πληθυσμός αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς.
Τα μέτρα για την αντιμετώπιση ων κλιματικών κινδύνων στην παραγωγή τροφίμων
Η μετάβαση σε πιο ανθεκτικά και βιώσιμα συστήματα τροφίμων στην Ευρώπη απαιτεί δράσεις σε πολλά επίπεδα, από τα αγροκτήματα έως τις εθνικές και κοινοτικές πολιτικές. Η αντιμετώπιση των κλιματικών κινδύνων στην παραγωγή τροφίμων και την επισιτιστική ασφάλεια απαιτεί, σύμφωνα με την σχετική έκθεση, έναν συνδυασμό πολιτικών. Αυτές περιλαμβάνουν την προσαρμογή και τη μετατροπή των συστημάτων παραγωγής τροφίμων με τρόπο που θα βελτιώνει την πρόσβαση σε θρεπτικά τρόφιμα για όλες τις πληθυσμιακές ομάδες.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος, απαιτούνται επειγόντως αυξημένες προσπάθειες για τη διαχείριση του κινδύνου παρατεταμένης ξηρασίας, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών σχεδίων της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) των ευρωπαϊκών κρατών.
Οι βασικές πολιτικές της ΕΕ που σχετίζονται με την παραγωγή τροφίμων, την ΚΓΠ και την κοινή αλιευτική πολιτική (ΚΑλΠ), δεν αντιμετωπίζουν τους κλιματικούς κινδύνους και τις ανάγκες προσαρμογής επαρκώς. Ως εκ τούτου απαιτούνται η ενσωμάτωση και αποσαφήνιση των επιλογών που είναι διαθέσιμες στα κράτη- μέλη καθώς και η περαιτέρω ενσωμάτωση των κινδύνων για την υδατοκαλλιέργεια και την αλιεία στην ΚΑΠ.
Τα στρατηγικά σχέδια της ΚΓΠ παρουσιάζουν σημαντικά περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης. Υπάρχει ανάγκη ευαισθητοποίησης σχετικά με τους κινδύνους στην παραγωγή τροφίμων εντάσεως νερού ενώ περισσότεροι πόροι πρέπει να κατανεμηθούν σε εργαλεία και μέτρα διαχείρισης κινδύνου και υποστήριξης αποφάσεων για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων για τις ευαίσθητες στην ξηρασία περιοχές.
Η ανάπτυξη και εφαρμογή μιας βιώσιμης και αναγεννητικής γεωργίας αποτελούν πρακτικές που ενισχύουν επίσης την ανθεκτικότητα του οικοσυστήματος και θα πρέπει να υποστηριχθούν σε πολιτικό επίπεδο. Τέτοια μέτρα καθώς και άλλα που σχετίζονται με την βελτίωση της ποιότητας και της υγείας του εδάφους προάγουν την επισιτιστική ασφάλεια ενισχύοντας παράλληλα την ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων.
Οι αλλαγές στην παραγωγή, οι διατροφικές αλλαγές και οι στοχευμένες κοινωνικές πολιτικές αποτελούν περαιτέρω μοχλούς διασφάλισης της επισιτιστικής ασφάλειας σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα. Ομοίως, η μερική στροφή από τα ζωικά σε φυτικά τρόφιμα, καθώς και η στρατηγική Farm to Fork μπορούν να μειώσουν την κατανάλωση γλυκού νερού για την παραγωγή τροφίμων, καθώς και την εξάρτηση από ζωοτροφές που προέρχονται από κράτη εκτός Ευρώπης.