Οι τεχνικές τροποποιήσεις και παρεκκλίσεις που υιοθέτησε στην εφαρμογή της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας της ΕΕ πριν από λίγες ημέρες στον απόηχο των πανευρωπαϊκών κινητοποιήσεων, εκτός από τα θέματα της ανταγωνιστικότητας του κλάδου κατά την πράσινη μετάβαση έφερε στην επιφάνεια και το θέμα της επισιτιστικής ασφάλειας.
Οι αλλαγές στην ΚΑΠ
Οι αλλαγές στην ΚΑΠ προχωρούν με συνοπτικές διαδικασίες και η θέση του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση αναμένεται να εγκριθεί στην ολομέλειά του στις 22-25 Απριλίου 2024 κι εφόσον τηρηθεί ο προγραμματισμός οι τροποποιήσεις θα τεθούν σε ισχύ μέχρι το τέλος Μαΐου. Όπως είναι γνωστό, τα κράτη μέλη υποστήριξαν χαλαρώσεις για τρεις από τις εννέα Καλές Γεωργικές και Περιβαλλοντικές Συνθήκες (γνωστές ως ΚΓΠΣ) τις οποίες πρέπει να τηρούν οι αγρότες για να λαμβάνουν επιδοτήσεις. Η υποχρέωση να αφήσουν το 4% της αρόσιμης γης σε αγρανάπαυση θα αντικατασταθεί από ένα οικονομικό κίνητρο για τους αγρότες που αποφασίζουν οικειοθελώς να παραμερίσουν μέρος της αρόσιμης γης τους ή να φυτέψουν, για παράδειγμα, φράκτες ή δέντρα. Ως προς το αίτημα για μεγαλύτερη ευελιξία στην αμειψισπορά στη γεωργική γη (ΚΓΠΣ 7). Αυτή θα παραμείνει η κύρια πρακτική, αλλά οι αγρότες θα μπορούν επίσης να επιλέξουν την «διαφοροποίηση» των καλλιεργειών. Στο ίδιο πλαίσιο, οι ελάχιστες απαιτήσεις κάλυψης του εδάφους θα χαλαρώσουν για να επιτραπεί μεγαλύτερη επιλογή ως προς το ποια εδάφη προστατεύονται σε ποιες εποχές. Επιπλέον, όλες οι εκμεταλλεύσεις κάτω των δέκα εκταρίων θα εξαιρούνται από ελέγχους και κυρώσεις υπό αυτές τις βασικές προϋποθέσεις – που αντιπροσωπεύουν το 65% των δικαιούχων αλλά καλύπτουν μόνο το 9,6% της περιοχής που λαμβάνει στήριξη. Μία ακόμη παρέμβαση αφορά στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη θα έχουν επίσης τη δυνατότητα να προσαρμόζουν τα εθνικά τους γεωργικά σχέδια δύο φορές το χρόνο (αντί για μία φορά) και να παρεκκλίνουν προσωρινά από ορισμένες συνθήκες σε περίπτωση απρόβλεπτων κλιματικών συνθηκών.
Οι αντιδράσεις και η θέση των Ευρωπαίων πολιτών
Όπως υποστηρίζουν τόσο Έλληνες αγρότες όσο και Ευρωπαίοι, οι «παραχωρήσεις» από την πλευρά των Βρυξελλών δεν προσφέρουν λύση σε μείζονα ζητήματα ανταγωνιστικότητας ή του υπερβολικού πρασινίσματος του αγροτικού τομέα εις βάρος της επισιτιστικής ασφάλειας. Υπό αυτή την έννοια οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται καθώς εξακολουθούν να αντιτίθενται στις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών, κυρίως στις συνομιλίες με τις χώρες της Νότιας Αμερικής, Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη και Ουρουγουάη και συνεχίζουν να πιέζουν για περισσότερα μέτρα κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών και της νομικής περιχαράκωσης των τιμών.
Ωστόσο, και οι Ευρωπαίοι πολίτες δηλώνουν επίσης δυσαρεστημένοι με την αγροτική πολιτική και εκφράζουν ανησυχίες για την επισιτιστική ασφάλεια και την διατροφική κυριαρχία της Ευρώπης.
Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες σε έρευνα της Ipsos σε 26.000 Ευρωπαίους ψηφοφόρους που διεξήχθη για λογαριασμό του Euronews θεωρούν ότι οι ενέργειες της ΕΕ θα επηρεάσουν αρνητικά την προστασία της ευρωπαϊκής γεωργίας και την επισιτιστική ανεξαρτησία του μπλοκ.
Το αποτέλεσμα της δημοσκόπησης μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική αποτυχία της βασικής γεωργικής πολιτικής του μπλοκ, με τους νομοθέτες της ΕΕ να αποτυγχάνουν να κεφαλαιοποιήσουν τη χρηματοδότηση που προορίζεται ειδικά για τη γεωργία – η οποία αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ. Όπως κατέδειξε η έρευνα μόνο το ένα πέμπτο των ερωτηθέντων ήταν ικανοποιημένοι από τις ενέργειες της ΕΕ για τη διασφάλιση της προστασίας της γεωργίας της Ευρώπης, η δυσαρέσκεια φαίνεται να κορυφώνεται ιδιαίτερα σε χώρες με τη μεγαλύτερη γεωργική παραγωγή, με λίγες εξαιρέσεις όπως η Δανία και η Ρουμανία.
Εκτός από τον σκεπτικισμό που επικρατεί για την ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική στο σύνολό της, ανησυχία προκαλεί στους Ευρωπαίους και το θέμα της «διατροφικής ανεξαρτησίας» η οποία συνδέεται με την έννοια της «διατροφικής κυριαρχίας».
Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώνεται από πολλούς η άποψη ότι οι έννοιες αυτές θα πρέπει να αποτελέσουν μέρος μιας επανεξέτασης της εμπορικής πολιτικής του μπλοκ ενώ άλλοι επιδιώκουν να τονώσουν την εγχώρια αγροτική παραγωγή της ΕΕ με κάθε κόστος.
Σε άλλη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, εννέα στους δέκα πολίτες θεωρούν ότι οι εισαγωγές γεωργικών προϊόντων οποιασδήποτε προέλευσης θα πρέπει να εισέρχονται στην ΕΕ μόνο εάν η παραγωγή τους συμμορφώνεται με τα περιβαλλοντικά πρότυπα και τα πρότυπα καλής διαβίωσης των ζώων της ΕΕενώ η πλειοψηφία υποστήριξε επίσης εμπορικούς φραγμούς στις εισαγωγές εκτός από τις αναπτυσσόμενες χώρες.