Αυξήσεις στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, νέα αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού από 1ης Απριλίου και διάχυση των αυξήσεων σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια του ιδιωτικού τομέα συνιστούν το πακέτο των παρεμβάσεων για τη βελτίωση των αμοιβών όλων των εργαζομένων που δρομολογεί η κυβέρνηση από το 2023 κι έπειτα.
Η συνολική επιστροφή των μισθών στα προ της κρίσης επίπεδα είναι βέβαιο ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση στον χώρο της εργασίας για το 2023.
Δεδομένου ότι το 80% των μισθωτών δεν έχουν «δει» καμία αλλαγή στις αμοιβές τους, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού, ο ίδιος ο πρωθυπουργός προσδιόρισε ως έναν από τους κυρίαρχους στόχους της νέας του θητείας «τους καλύτερους μισθούς».
Νέο μισθολόγιο στο Δημόσιο
H πρώτη παρέμβαση αφορά τις αυξήσεις στους μισθούς για τους δημοσίους υπαλλήλους από το 2024, που προανήγγειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της πρώτης του θεματικής συνέντευξης για την οικονομία, την ανάπτυξη και την αγορά εργασίας.
Το νέο μισθολόγιο που θα εφαρμοστεί από την 1/1/2024 θα επιφέρει αλλαγές σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια, με έμφαση στα χαμηλότερα (στους εισαγωγικούς μισθούς) αλλά και στις θέσεις ευθύνης, στους ένστολους και στα μέλη ΔΕΠ. Οι αλλαγές θα επηρεάσουν τις αποδοχές περίπου 600.000 -700.000 υπαλλήλων.
Προωθείται επίσης η ένταξη των μισθών σε μια λογική κινήτρων και στόχων (π.χ. πριμ παραγωγικότητας, μπόνους επίτευξης στόχων κλπ.). Παράλληλα από την 1η Ιανουαρίου αλλάζει το ειδικό μισθολόγιο των 20.000 γιατρών του ΕΣΥ, με αύξηση του βασικού μισθού, του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης και του επιδόματος θέσης ευθύνης. Η μεσοσταθμική αύξηση εκτιμάται στο 10%.
Υπενθυμίζεται ότι στο Δημόσιο ο πρώτος μικτός μισθός για υπάλληλο Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης είναι 780 ευρώ, για υπάλληλο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, 858 ευρώ, για υπάλληλο Τεχνολογικής Εκπαίδευσης 1.037 ευρώ και για υπάλληλο Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 1.092 ευρώ.
Αύξηση στον κατώτατο μισθό
Εντός του πρώτου 15νθημέρου του Μαρτίου αναμενεται να ανακοινωθεί η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού που ίσως ξεπεράσει το 9%, δηλαδή τα 70 ευρώ το μήνα, προκειμένου να καλυφθούν οι απώλειες εισοδήματος περίπου 650.000 μισθωτών του ιδιωτικού τομέα λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
«Θα είναι μια σημαντική αύξηση, που δεν θα υπονομεύσει όμως την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων» ανέφερε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας παράλληλα πως «βούλησή μας είναι να ενθαρύνουμε τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις».
Σύμφωνα με τα επικρατέστερα σενάρια, ο νέος βασικός μισθός:
- είτε θα αυξηθεί κατά 7,75%, όσο δηλαδή ήταν και η αύξηση των συντάξεων που ισχύει από 1/1/2023, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στα 770 ευρώ
- είτε θα αυξηθεί άνω του 9% κοντά στο ποσοστό του φετινού πληθωρισμού. Σε αυτή την περίπτωση ο νέος κατώτατος θα αγγίξει τα 780 ευρώ.
Αυξήσεις στον μέσο μισθό
Το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης είναι ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα να αυξηθεί παράλληλα με την αναπροσαρμογή του κατώτατου, έστω και στο μισό ποσοστό από εκείνο που θα νομοθετηθεί.
Άλλωστε, στις προτάσεις τους, τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος προτείνουν να ενισχυθούν οι κλαδικές συμβάσεις, ώστε να μπορέσουν όλοι οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να διαπραγματευτούν με τους εργοδότες τους την αναπροσαρμογή του ονομαστικού μισθού, σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός ροκανίζει το διαθέσιμο εισόδημα.
«Ουκ ολίγοι κλάδοι που έχουν κλαδικές συμβάσεις, πληρώνουν πολύ καλύτερα από τον κατώτατο μισθό κι εμείς έχουμε βούληση να ενθαρρύνουμε τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, γιατί αν υπάρξει κουλτούρα συνεννόησης εργαζόμενων-εργοδοτών, αυτό θα είναι σημαντικό» ανέφερε πρόσφατα ο κ. Μητσοτάκης.
«Κάποιοι εργοδότες λένε ότι δεν βρίσκουν προσωπικό. Τους απαντώ, "πληρώστε παραπάνω για να βρείτε". Δεν μας ενδιαφέρει να προσφέρουμε στους νέους οποιαδήποτε δουλειά, θέλουμε καλές δουλειές με καλούς μισθούς, γι' αυτό δίνουμε κίνητρα».
Αποκάλυψε μάλιστα πως θα υπάρξει περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ενώ για τις λεπτομέρειες, παρέπεμψε σε ανακοινώσεις που θα γίνουν στο άμεσο μέλλον (πιθανότατα τον Φεβρουάριο) που θα υπάρξουν σαφείς ενδείξεις για τα δημοσιονομικά περιθώρια που επιτρέπει η εκτέλεση του προϋπολογισμού.