Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 908 ευρώ μηνιαίως και επαναφορά του καθορισμού του στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, είναι η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ στο πλαίσιο της διαβούλευσης για το ύψος της φετινής αύξησής του.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς στη διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού πρέπει βάσει χρονοδιαγράμματος έως σήμερα να υποβάλουν τα υπομνήματά τους στο υπουργείο Εργασίας.
«Το 2023 ο μεικτός διάμεσος μισθός πλήρους απασχόλησης εκτιμάται στα 1.443 ευρώ μηνιαίως, με το 60% του διάμεσου μισθού, που είναι το κατώφλι της σχετικής φτώχειας, να ανέρχεται στα 866 ευρώ. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας το 2023 και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό για το 2024, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει στα 908 ευρώ, ώστε να υπάρξει ουσιαστική προστασία των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό από την ακρίβεια, να απεγκλωβιστούν από την παγίδα της σχετικής φτώχειας και να μη μεταβληθεί η θέση τους στη διανομή του εισοδήματος» επισημαίνει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο, η πρόταση για αύξηση της τάξης των 128 ευρώ το μήνα στις βασικές αποδοχές, δικαιολογείται από τον υψηλό πληθωρισμό και τη μακροχρόνια και σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης «βάσει του μείζονος στόχου των συνδικάτων, που είναι η διασφάλιση συνθηκών στις οποίες κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό να μη βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και να έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ο ίδιος και η οικογένειά του».
«Η αναγκαιότητα για σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού αιτιολογείται και από τις ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις που καταγράφει η Ελλάδα σε μια σειρά δείκτες οι οποίοι αποτυπώνουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχότερων εισοδηματικά νοικοκυριών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2022 η χώρα εμφάνιζε το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων σε κίνδυνο φτώχειας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, με την κατάταξή της μάλιστα να επιδεινώνεται συγκριτικά με το 2019. Επιπλέον, το ίδιο έτος το ποσοστό των νοικοκυριών που ανήκαν στο χαμηλότερο εισοδηματικό πεμπτημόριο και αντιμετώπιζαν συνθήκες σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης ήταν 44,5%» .
Παράλληλα η ΓΣΕΕ ζητά από την κυβέρνηση:
- Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
- Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).
- Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας.
- Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και των συνθηκών εργασίας.