Τη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων συνιστά η Τράπεζα της Ελλάδας στην ετήσια έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική, επισημαίνοντας πως οι αυξήσεις στους μισθούς των ιδιωτικών υπαλλήλων θα πρέπει να είναι συνεπείς με το μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας, το 2024 οι μέσες αποδοχές θα αυξηθούν ελαφρώς περισσότερο από ό,τι το 2023. Ωστόσο, η μισθωτή απασχόληση αναμένεται να εμφανίσει αξιόλογη επιτάχυνση, η οποία θα συμπαρασύρει και τις συνολικές αμοιβές των εργαζομένων. Καθώς ο ρυθμός ανόδου της παραγωγικότητας θα παραμείνει χαμηλός, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αναμένεται να εμφανίσει μικρή επιτάχυνση.
Η άνοδος των αποδοχών φέτος επηρεάζεται τόσο από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, όσο και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Επιπλέον, χορηγήθηκε αύξηση 6,4% από 1ης Απριλίου 2024 στον κατώτατο μισθό.
Στον επιχειρηματικό τομέα το τετράμηνο Ιανουαρίου-Απριλίου 2024 υπογράφηκαν 87 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες αφορούν 57.396 μισθωτούς. Από αυτές, 31 συμβάσεις προβλέπουν αυξήσεις μισθών, ενώ οι υπόλοιπες δεν περιλαμβάνουν μισθολογικές ρυθμίσεις.
Ασύμμετρη κατανομή των αμοιβών
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων του Π/Σ ΕΡΓΑΝΗ, το χρονικό διάστημα από το 2016 έως το 2023 υπήρξε μια ασύμμετρη μεταβολή της κατανομής αμοιβών στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.
Οι διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα των υψηλότερων αμοιβών, οδήγησαν σε συμπίεση της κατανομής προς το κέντρο, γεγονός που μαρτυρά πως δεν αυξήθηκαν οι αμοιβές του πιο εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, που συνήθως βρίσκεται σε υψηλότερα κλιμάκια της κατανομής.
Tο εύρημα αυτό συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, καθώς την περίοδο αυτή αποτελούσε προτεραιότητα η ενίσχυση των χαμηλών μισθών, προκειμένου τα νοικοκυριά να μπορέσουν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους. Η σωρευτική αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2016 έως το 2023 ήταν περίπου 33%.
Οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού είχαν θετικές επιδράσεις και σε υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια, με φθίνοντα ρυθμό έως τα επίπεδα των 1.100 έως 1.200 ευρώ (επιδράσεις διάχυσης). Ωστόσο, σε υψηλότερα επίπεδα μικτών αμοιβών, όπου συνήθως βρίσκονται και πιο εξειδικευμένοι εργαζόμενοι, η μετατόπιση της κατανομής είναι πολύ μικρή.
Ειδικότερα, για τις θέσεις εργασίας με αμοιβές άνω των 1.650 ευρώ το 2016, το βασικότερο εύρημα είναι ότι δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές μεταξύ των ετών 2016 και 2023.
Επίσης φαίνεται ότι ένα μικρό μέρος των θέσεων εργασίας με υψηλές αμοιβές το 2016 λαμβάνει χαμηλότερες αποδοχές (κάτω από 1.650 ευρώ) το 2023.
Αυτό πιθανώς οφείλεται είτε στην αντικατάσταση κάποιων εργαζομένων με άλλους χαμηλότερα αμειβόμενους είτε σε νεοπροσλαμβανόμενους σε παρόμοιες θέσεις εργασίας οι οποίοι λαμβάνουν χαμηλότερες απολαβές.
Κερδισμένοι των αυξήσεων οι νέοι και οι ανειδίκευτοι
Η διαχρονική εξέλιξη των μισθών διαφοροποιείται μεταξύ των επιμέρους κλιμακίων της συνολικής κατανομής. Συγκεκριμένα, για τις θέσεις εργασίας με χαμηλές απολαβές (έως 850 ευρώ το 2016), το μέσο ποσοστό μεταβολής των ονομαστικών μισθών ήταν 26,9% από το 2016 έως το 2023.
Αντιθέτως, οι θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές (άνω των 1.650 ευρώ το 2016), ελέγχοντας πάλι για χαρακτηριστικά εργοδότη και εργαζομένου, είχαν μια εκτιμώμενη μέση αύξηση των ονομαστικών αμοιβών κατά 0,7%, δηλαδή κατά μέσο όρο οι μισθοί παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητοι.
Αν ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο 2016-2023 το επίπεδο των τιμών με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε σωρευτικά κατά 16% περίπου, συνάγεται ότι, σε πραγματικούς όρους, υπήρξαν μισθολογικές αυξήσεις στις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ στις υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας υπήρξαν σημαντικές μειώσεις.
Οι μισθολογικές αυξήσεις είναι σημαντικά πιο συγκρατημένες στις μικρές επιχειρήσεις (που απασχολούν έως 10
εργαζόμενους) όσον αφορά τις χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ενώ για τις υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας παρατηρείται μείωση της τάξεως του 10%. Στις επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους παρατηρείται ότι για τις θέσεις εργασίας με υψηλές απολαβές οι αυξήσεις είναι πολύ μικρές.
Συγκεκριμένα, μία θέση εργασίας που αμειβόταν με 1.750 ευρώ το 2016 σε μία εταιρία με πάνω από 1.000 εργαζόμενους, στον ίδιο κλάδο, για το ίδιο επάγγελμα, με τον ίδιο τύπο σύμβασης, με έναν εργαζόμενο στην ίδια ηλικιακή ομάδα, με το ίδιο φύλο, πλήρους απασχόλησης το 2023 αμειβόταν ονομαστικά με 1.781,50 ευρώ κατά μέσο όρο.
Σε πραγματικούς όρους, το 2023, λόγω του πληθωρισμού, η αμοιβή ήταν περίπου 1.495 ευρώ (μείωση κατά 16%).
Με την ίδια μέθοδο, μία θέση εργασίας που το 2016 αμειβόταν με 750 ευρώ, το 2023 αμειβόταν κατά μέσο όρο με 975 ευρώ ονομαστικά, ενώ σε πραγματικούς όρους η αμοιβή ήταν 819 ευρώ (αύξηση κατά 9,2%).
Οι μεταβολές αμοιβών των θέσεων εργασίας με χαμηλές απολαβές είναι πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με αυτές των θέσεων εργασίας με υψηλές απολαβές, ανεξάρτητα από την ηλικία των εργαζομένων. Οι αμοιβές των εργαζομένων ηλικίας 15-24 ετών αυξήθηκαν κατά 37,6% την περίοδο 2016-2023, ενώ αντίστοιχα υψηλές είναι και οι αυξήσεις των εργαζομένων ηλικίας άνω των 65 ετών (40,4%). Ωστόσο, για τις θέσεις εργασίας με υψηλές αμοιβές, τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά.
Αυξήσεις αμοιβών παρατηρούνται μόνο για τις πιο μικρές ηλικιακές ομάδες, 25-34 και 35-44 ετών. Για τις ηλικιακές ομάδες άνω των 45 ετών οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας έχουν χαμηλότερες ονομαστικές αμοιβές κατά μέσο όρο το 2023 σε σύγκριση με το 2016.
Αυτό μπορεί να οφείλεται στη σταδιακή συνταξιοδότηση εργαζομένων με θεσμοθετημένες υψηλότερες απολαβές (π.χ. λόγω “τριετιών”) πριν από το μνημόνιο και την αντικατάστασή τους με νεότερους εργαζόμενους
Που «κολλάει» το brain regain
Μία από τις προτεραιότητες πολιτικής που έχουν τεθεί τα τελευταία χρόνια είναι η παροχή κινήτρων επιστροφής σε όσους Έλληνες έφυγαν στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας κατά τη διάρκεια της κρίσης (ειδικότερα μετά το 2010).
Σύμφωνα με σχετικές έρευνες της πρωτοβουλίας Brain Regain, το βασικότερο εμπόδιο επιστροφής στην Ελλάδα για σχεδόν ένας στους 4 Έλληνες που διαμένουν στο εξωτερικό είναι οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας. Κατά συνέπεια, η βελτίωση των μισθολογικών συνθηκών στην αγορά εργασίας αποτελεί το βασικότερο κίνητρο για τον επαναπατρισμό όσων εργαζομένων έφυγαν από την Ελλάδα, οι οποίοι είναι κυρίως ειδικευμένοι και με υψηλά προσόντα.
Επίσης, πρόσφατες έρευνες αναδεικνύουν τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν επιχειρήσεις στην εύρεση ειδικευμένου προσωπικού. Συνεπώς, δεδομένης της αυξημένης ζήτησης ειδικευμένου προσωπικού, θα αναμενόταν να παρατηρήσουμε μία αύξηση μισθών για τους εργαζομένους αυτούς, επισημαίνει η ΤτΕ.
Σύμφωνα με τις ετήσιες απογραφές του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, κατά τη διάρκεια της τελευταία οκταετίας, η κατανομή των μισθών μετακινήθηκε προς τα δεξιά, κυρίως για τις πιο χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Συνεπώς, στο βαθμό που τα κίνητρα επιστροφής των εργαζομένων επηρεάζονται από το επίπεδο των μισθών, τα τελευταία έτη δεν φαίνεται να έχουν διαμορφωθεί οι κατάλληλες μισθολογικές συνθήκες για την προσέλκυση όσων έφυγαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεγάλης κρίσης.
Μάλιστα, η προσέλκυση πιο ειδικευμένου προσωπικού έγινε πιο δύσκολη, αφού οι αμοιβές για τις αντίστοιχες θέσεις εργασίας εν τέλει μειώθηκαν σημαντικά σε πραγματικούς όρους εξαιτίας του πληθωρισμού.
Ως εκ τούτου, η χώρα κινδυνεύει όχι μόνο να μη μπορεί να προσελκύσει τους εργαζόμενους που μετανάστευσαν στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, αλλά και να συνεχίσει να χάνει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, με αρνητικές επιπτώσεις στις προοπτικές της τεχνολογικής προόδου και της οικονομικής ανάπτυξης.